Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΗΚΟΣΤΑΝΩΝ

2013-10-12 11:55

 

Η αίρεση των Πεντηκοστιανών έλαβε καταχρηστικά το όνομά της από το γεγονός της Πεντηκοστής, δηλαδή από την κάθοδο του αγ. Πνεύματος με τη μορφή πυρίνων γλωσσών και το φωτισμό των αποστόλων στο υπερώο των Ιεροσολύμων, πενήντα ημέρες μετά την ανάσταση του Χριστού(Πραξ.2,1-13). Για το λόγο αυτό και οι οπαδοί της, που αυτοαποκαλούνται «άνθρωποι της Πεντηκοστής», θεωρούν εσφαλμένως, ότι κατά τις λατρευτικές τους εκδηλώσεις επαναλαμβάνονται και σ’ αυτούς όλες εκείνες οι έκτακτες χαρισματικές εκδηλώσεις που συνέβησαν στους μαθητές του Χριστού. Και τούτο, διότι πιστεύουν ότι πραγματοποιείται η κάθοδος του Πνεύματος προσωπικά σε κάθε «πιστό», γεγονός που, όπως ισχυρίζονται, έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρούνται, κατά τρόπο αόρατο και μυστικό, «υπερφυσικά» φαινόμενα, τα οποία εκλαμβάνονται ως το «βάπτισμα του Αγ. Πνεύματος». Είναι βέβαιο, όμως, ότι όλ’ αυτά τα φαινόμενα, όχι μόνο δεν έχουν σχέση με την παρουσία και τη δράση του Αγ. Πνεύματος στις καρδιές τους, αλλά, αντίθετα, υπογραμμίζουν με έμφαση την παντελή απουσία του, αποτελούν οικτρή πνευματική πλάνη και υποδηλώνουν την παρουσία και την επενέργεια του σατανικού πνεύματος σ’ αυτά. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, δηλαδή, ότι τα φαινόμενα αυτά συνιστούν, μάλλον, ακραίες ψυχολογικές αντιδράσεις παθολογικής φύσεως, στις οποίες παρατηρούνται ευκρινώς συμπτώματα δαιμονισμού.

 

 

 

2. Η πεντηκοστιανή «προϊστορία»: Το γεγονός της Πεντηκοστής, ο

 

Προτεσταντισμός και οι Πεντηκοστιανοί.

 

 

 

Πρίν αναφερθούμε λεπτομερέστερα στην ιστορία της αιρέσεως των Πεντηκοστιανών, είναι απαραίτητο να γίνει λόγος για την πνευματική τους προϊστορία, δηλαδή τις προτεσταντικές τους καταβολές, καθότι διαδίδουν ψευδώς ότι η κίνησή τους δεν ιδρύθηκε από άνθρωπο, αλλά έλκει την καταγωγή της από το γεγονός της εκχύσεως του Αγ. Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.

 

Η επέλευση του Πνεύματος του Θεού, όμως, δεν πραγματοποιήθηκε τον 20ο αι., που εμφανίστηκαν οι Πεντηκοστιανοί, αλλά συνέβη περί τα μέσα του 1ου αι. στην Εκκλησία και για την Εκκλησία και μάλιστα πενήντα ημέρες μετά την ανάσταση και δέκα ημέρες μετά την ανάληψή του Ιησού Χριστού στους ουρανούς. Το γεγονός αυτό πραγματώθηκε ως εκπλήρωση της υπόσχεσης την οποία είχε δώσει στα μέλη του αιωνίου μυστηρίου της Εκκλησίας του, πρώτα μέσω του προφήτου Ιωήλ, ως άσαρκος Λόγος του Θεού και κατόπιν, λίγο πρίν αναληφθεί, στους μαθητές του, ως ενανθρωπήσας Κύριος. Είχε, δηλαδή, διαβεβαιώσει πρώτα το ευσεβές «λείμμα» του Παλαιού Ισραήλ, ότι «το Πνεύμα μου πλουσιοπάροχα θα το χαρίσω σε κάθε άνθρωπο» (Ιωήλ 3,1), ενώ στους μαθητές του κατόπιν, που υπήρξαν το πρώτο «λείμμα» της Εκκλησίας του Νέου Ισραήλ, υποσχέθηκε, ότι θα παρακαλέσει το Θεό Πατέρα «να δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της Αληθείας, ώστε να είναι πάντα μαζί» τους (Ιωάνν. 14,15). Γι’ αυτό και μετά την ανάστασή του εμφανιζόταν συχνά στους αποστόλους και τους προέτρεπε να μην απομακρυνθούν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν από το Θεό Πατέρα την εκπλήρωση της υπόσχεσης που τους είχε δώσει, «ότι, δηλαδή,…εσείς θα βαφτιστείτε σε λίγες μέρες με το Άγιο Πνεύμα» (Πράξ. 1,5).

 

Έτσι, όταν έφτασε η ημέρα της Πεντηκοστής «τους παρουσιάστηκαν γλώσσες σαν φλόγες φωτιάς, που μοιράστηκαν και κάθισαν από μία στον καθένα απ’ αυτούς. Όλοι τότε πλημμύρισαν από Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να μιλούν σε άλλες γλώσσες, ανάλογα με την ικανότητα που τους έδινε το Άγιο Πνεύμα» (Πράξ. 2,3-4). Μιλώντας άλλες γλώσσες οι απόστολοι, όμως, δεν εξέπεμπαν άναρθρες και ακατανόητες κραυγές όπως κάνουν οι Πεντηκοστιανοί στις συνάξεις τους, αλλά μιλούσαν φωτισμένοι με το άγ. Πνεύμα και από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί εκεί έκπληκτο, «ο καθένας τους άκουγε…να μιλάνε στη δική του γλώσσα» (Πράξ. 2,6). Γι’ αυτό, αν και είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στο υπερώο άνθρωποι από διαφορετικές εθνότητες και με διαφορετικές γλώσσες, όπως «Πάρθοι, Μήδοι και Ελαμίτες, κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Ασίας, της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου, και από τα μέρη της Λιβυκής Κυρήνης, Ρωμαίοι…, Κρητικοί και Άραβες», όχι μόνο διαπίστωναν ότι, μιλώντας οι απόστολοι, «ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας για τα θαυμαστά έργα του Θεού» (Πράξ. 2, 9-11), αλλά διερωτούνταν κιόλας για τους μαθητές του Χριστού, «Πώς λοιπόν όλοι αυτοί μιλάνε στη δική μας μητρική γλώσσα» αν και είναι Γαλιλαίοι; (Πράξ. 2,7-8). Οι άγιοι απόστολοι, δηλαδή, σε αντίθεση με τους αιρετικούς Πεντηκοστιανούς, δεν μιλούσαν ξένες και ακατανόητες από το ακροατήριό τους γλώσσες, αλλά με τη χάρη του αγ. Πνεύματος κήρυτταν τα θαυμαστά έργα του Θεού στη γλώσσα τους και οι περευρισκόμενοι έξω από το υπερώο τους άκουγαν και τους καταλάβαιναν ο καθένας στη δική του γλώσσα.

 

Η κάθοδος του Αγ. Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, όμως, δεν είχε έκτακτο, επαναλαμβανόμενο και περιοδικό χαρακτήρα, ούτε είχε ως μόνο σκοπό, όπως πιστεύουν οι Πεντηκοστιανοί, να προσφέρει κυρίως τη γλωσσολαλιά στους αποστόλους. Αλλά είχε ως αποστολή να παραμείνει μόνιμα και για πάντα στην Εκκλησία (Ιωάνν. 14,16), με σκοπό να συγκρατεί τα μέλη της στην αληθινή και ορθή διδασκαλία του Ιησού Χριστού, να τα παρηγορεί και να τα ενισχύει στον πνευματικό τους αγώνα, ως «Παράκλητος», αλλά και να τα διδάσκει διαρκώς «τα πάντα», υπενθυμίζοντάς τους, όπως τους υποσχέθηκε ο Κύριος, «όλα όσα σας έχω πει εγώ» (Ιωάνν. 14,26). Για το λόγο αυτό διαμένει και ενεργεί μόνο μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, εντός της οποίας και μέσω των ιερών μυστηρίων, τα οποία τελούν μέχρι σήμερα και έως τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου οι, άμεσοι διάδοχοι των αποστόλων, επίσκοποι και με την άδειά τους οι πρεσβύτεροι, εκχέει τη θεία χάρη προς τους ανθρώπους και διανέμει τα ποικίλα χαρίσματα του, ως σημεία της σωτηρίας τους. Οι Πεντηκοστιανοί, όμως, ούτε στην Εκκλησία του Χριστού ανήκουν, ούτε επισκόπους με αποστολική διαδοχή έχουν, ούτε πρεσβυτέρους, ούτε μυστήρια παραδέχονται και τελούν, γι’ αυτό και το άγ. Πνεύμα ούτε κατοικεί, ούτε ενεργεί στις καρδιές τους, εφ’ όσον οι ίδιοι, ουσιαστικά και ενσυνείδητα, στερούν από τους εαυτούς τους την επενέργεια του. Παρά ταύτα, όμως, κι ενώ το άγ. Πνεύμα δρα αιωνίως στην Εκκλησία και από την ημέρα της Πεντηκοστής με τη φανέρωσή της, εδώ και 2.000 χρόνια, «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της», ηπεντηκοστιανή αίρεση, που αποτελεί στην πραγματικότητα ένα από τα νεότερα πνευματικά παρακλάδια και τέκνα του κακόδοξου Προτεσταντισμού, ισχυρίζεται, χωρίς ενδοιασμούς, ότι οι ρίζες της ανάγονται στις αρχές της Εκκλησίας και το γεγονός της Πεντηκοστής.. Το πλέον βέβαιο, όμως, και ιστορικώς αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι, ότι η πεντηκοστιανή κίνηση δεν έχει ούτε πνευματική, αλλά ούτε ιστορική σχέση με την Πεντηκοστή και τη Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, εφόσον κατάγεται άμεσα, πνευματικά και ιστορικά, από τη μεγάλη προτεσταντική αίρεση, μέσα στα σπλάχνα της οποίας γεννήθηκε και διαμορφώθηκε ως την αυτονόμησή της, μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Είναι άλλωστε γνωστό, ότι και ο Προτεσταντισμός ως θρησκευτικό μόρφωμα και φαινόμενο εμφανίστηκε μόλις τον 16ο αιώνα, αρχικά, εντός του κατά τον 11ο αι. αποσχισθέντος από το σώμα της Εκκλησίας μεσαιωνικού Ρωμαιοκαθολικισμού, ως μορφή αντίδρασης στις αυθαιρεσίες του παπικού απολυταρχισμού και κατόπιν ως αυτόνομη θρησκευτική κίνηση με αυτοτελή οργάνωση, πολυποίκιλη μορφολογία και όχι ενιαία διδασκαλία. Και τούτο, διότι το περιεχόμενο της πίστεως στηρίχθηκε, με το sola Scriptura, μόνο στην από τον καθένα αυθαίρετη, προσωπική και αυτονομημένη από την εκκλησιαστική παράδοση ερμηνεία της αγ. Γραφής. Έτσι, η έλλειψη ενιαίας ερμηνείας της Αγ. Γραφής, οδήγησε στην απουσία ενιαίας διδασκαλίας και οργανώσεως, πράγμα που συνέβαλε αποφασιστικά, ώστε από πολύ νωρίς να πολυδιασπαστεί ως κίνηση και να υπάρχουν σήμερα πάνω από τετρακόσιες αιρετικές προτεσταντικές παραφυάδες, δύο από τις οποίες, ο Μεθοδισμός και οι «κινήσεις αγιότητος» -δηλαδή οι θρησκευτικές ομάδες που πίστευαν ότι η «αγιότητα» συνιστά εμπειρία και χάρη, χωρίς να απαιτεί γι’ αυτό μεταστροφή και δικαίωση- να αποτελέσουν την πνευματική μήτρα, εντός της οποίας κυοφορήθηκε η αίρεση τωνΠεντηκοστιανών.

 

Άρα οι Πεντηκοστιανοί δεν είναι τίποτε άλλο από ακραίοι αιρετικοί Προτεστάντες, οι οποίοι, όπως και οι ομοϊδεάτες τους, ακολούθησαν ξεχωριστή πνευματική πορεία, διασπασμένοι σε δεκάδες ομάδες και κινήσεις, ενώ δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το γεγονός της Πεντηκοστής και την Εκκλησία του Χριστού.

 

 

 

2. Ίδρυση, εξάπλωση και διδασκαλία.

 

 

 

Έτσι, παρ’ όλο που ανάγουν την ίδρυση της αιρέσεώς τους στην πρώιμη αποστολική εποχή, η σκληρή αλήθεια και η ωμή πραγματικότητα είναι, ότι οι πρώτοι πυρήνες της πεντηκοστιανήςκακοδοξίας εμφανίστηκαν στην Αμερική και τη Βρετανία μεταξύ των ετών 1904 και 1910, κάτι που δείχνει όχι μόνο τη χασματώδη χρονική διαφορά που χωρίζει το υπερφυές και έκτακτο γεγονός της Πεντηκοστής από την ίδρυση της αιρέσεώς στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά παρουσιάζει κατά τρόπο εξαιρετικά εύγλωτο και το μέγεθος του ψεύδους και της πλάνης, στην οποία εξακολουθούν να βρίσκονται. Κι αυτό, διότι, ενώ η Εκκλησία, για χάρη της οποίας συνέβη η Πεντηκοστή, διδάσκει, ότι η κάθοδος του Αγ. Πνεύματος είχε και ως σκοπό να καλέσει τους ανθρώπους σε ενότητα, οι αιρετικοί Πεντηκοστιανοί, ως γνήσιοι Προτεστάντες, δεν επεδίωξαν, γι’ αυτό και δέν κατάφεραν ποτέ, ούτε στη διοίκηση, ούτε στη διδασκαλία τους, αυτήν «την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του αγ. Πνεύματος». Έτσι, όπως είναι γνωστό, από πολύ νωρίς διασπάστηκαν και κατακερματίστηκαν, ως «νέα Βαβέλ», σε πολυάριθμες θρησκευτικές ομάδες με ξεχωριστές διδασκαλίες, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος σήμερα για το «χάος τωνΠεντηκοστιανών», γεγονός που είναι από μόνο του αρκετό, πιστεύουμε, να καταδείξει την έλλειψη παρουσίας του αγ. Πνεύματος από τις κινήσεις τους, καθώς η κάθοδός του στην Εκκλησία, «εις ενότητα πάντας εκάλεσε».

 

Όπως είναι κυριολεκτικά χαώδης η μορφολογία τους, το ίδιο χαώδης είναι και η διδασκαλία τους, εφόσον κάθε ομάδα έχει ιδιαίτερα στοιχεία στην πίστη της, στην οποία κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει: α) το πρόσωπο του ιδρυτή της και β) το ενθουσιαστικό στοιχείο που εκδηλώνεται με το κατ’ αυτούς «χάρισμα του Αγίου Πνεύματος» ή, όπως το ονομάζουν, «δεύτερη ευλογία» και «βάπτισμα του αγίου Πνεύματος». Κορυφαίες εκφράσεις του γεγονότος αυτού, όπως ισχυρίζονται, αποτελούν η γλωσσολαλιά, οι προφητείες, τα οράματα, οι εκστατικές καταστάσεις, οι θεραπείες, κ.ά. Όταν μάλιστα παρατηρηθεί ότι συμβαίνουν σε κάποιο «πιστό» κάποια από τα παραπάνω φαινόμενα, τότε πιστεύεται ότι εισέρχεται εντός του το Αγ. Πνεύμα, εμπειρία που εκλαμβάνεται ως εφάμιλλη με την κάθοδο Του στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, γι’ αυτό και συνοδεύεται με την απόκτηση των λοιπών πνευματικών χαρισμάτων. Πιστεύουν, δηλαδή, εσφαλμένως, ότι σε κάθε «φωτισμένο» επαναλαμβάνεται το γεγονός της Πεντηκοστής, ενώ εκείνο που συμπληρώνει την κακοδοξία τους είναι ότι εκλαμβάνουν την απόκτηση του λεγομένου «βαπτίσματος του Αγ. Πνεύματος» ως ανώτερη δωρεά και εγγύηση της σωτηρίας τους. Κι αυτό, διότι, όπως ισχυρίζονται, κατά «την αρπαγή της εκκλησίας», πρίν την έλευση του Αντιχρίστου, θα παραληφθούν όλοι οι «φωτισμένοι» και θα διαφυλαχθούν από το Χριστό.

 

Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια :

 

α) να απορρίπτουν την ύπαρξη και να καταπολεμούν λυσσαλέα το έργο και την αποστολή της Εκκλησίας, αποκαλώντας την «Βαβυλώνα» και «πόρνη», καθώς οι οπαδοί καθεμιάς από τις πεντηκοστιανές ομάδες πιστεύουν πως η κίνησή τους αποτελεί τη «γνήσια εσχατολογικήεκκλησία», η οποία έχει ως σκοπό να αποτελέσει τη βάση για την ένωση «των χριστιανικών εκκλησιών»,

 

β) να αρνούνται μερικές από τις κινήσεις τους την πίστη στην Αγ. Τριάδα,

 

γ) να μην αποδέχονται την Ιερά Εκκλησιαστική Παράδοση,

 

δ)να θεωρούν εσφαλμένως ότι μόνον εκείνοι, λόγω των «πνευματικών τους χαρισμάτων», ερμηνεύουν θεόπνευστα την Αγ. Γραφή,

 

ε) να απορρίπτουν στην πραγματικότητα όλα τα Ιερά Μυστήρια,

 

στ) να πιστεύουν, όπως και οι Ιεχωβάδες, στην ψευδώς λεγόμενη «χιλιετή βασιλεία του Χριστού»,

 

ζ) να διδάσκουν «την αρπαγή της εκκλησίας»,

 

η) να μην τιμούν το σταυρό του Χριστού,

 

θ) να μην αποδέχονται την τιμή των αγίων και της Θεοτόκου, της οποίας απορρίπτουν και την αειπαρθενία,

 

ι) να υβρίζουν το πρόσωπο του Χριστού με τη διδασκαλία ότι είχε και άλλα σαρκικά αδέλφια,

 

ια) να αποδοκιμάζουν τις Ιερές Εικόνες και να χαρακτηρίζουν την τιμή τους ωςειδωλολατρεία και

 

ιβ) να απορρίπτουν ασεβώς τα μνημόσυνα υπέρ των κεκοιμημένων.

 

 

 

3. Οι θέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι των Πεντηκοστιανών.

 

 

 

Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία του Χριστού απορρίπτει και αποδοκιμάζει όλες τις παραπάνω κακόδοξες θέσεις της πεντηκοστιανής αιρέσεως, γι’ αυτό και τις έχει αναιρέσει πλήρως με σειρά ειδικών έργων θεολόγων, κληρικών και λαϊκών, οι τίτλοι μερικών από τα οποία παρατίθενται στην παράγραφο 8 του παρόντος. Στην παρούσα παράγραφο θα περιοριστούμε μόνο σε γενικές παρατηρήσεις πάνω σε βασικά σημεία των διαφορών τους από την εκκλησιαστική διδασκαλία, όπως η Πεντηκοστή, η Γλωσσολαλιά, η Εκκλησία και τα Έσχατα, προκειμένου ο ορθόδοξος χριστιανός να σχηματίσει μια επαρκή εικόνα για τον κακόδοξο χαρακτήρα της διδασκαλίας τους. Έτσι, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία :

 

 

 

Ι. Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ, σε αντίθεση με τη διδασκαλία των Πεντηκοστιανών, δεν συνέβη τον 20ο αιώνα, ούτε λαμβάνει έως και σήμερα χώρα στον καθένα πιστό ξεχωριστά ως γεγονός, αλλά υπήρξε έκτακτο και μοναδικό γεγονός που έγινε ακριβώς πενήντα ημέρες μετά την ανάσταση του Χριστού και έχει μόνιμο χαρακτήρα, καθώς το Αγ. Πνεύμα πλέον ευρίσκεται, ενοικεί και ενεργεί έως τη Δευτέρα Παρουσία στην Εκκλησία, εντός των κόλπων της Οποίας χαριτώνει και αγιάζει, όχι αιρετικούς όπως οι Πεντηκοστιανοί, αλλά κάθε πιστό μέλος της που είναι βαπτισμένο στο όνομα της Αγ. Τριάδος, αποδέχεται χωρίς περικοπές και εκπτώσεις την «άπαξ παραδοθείσα πίστη» Της κι εφαρμόζει απαρεγκλήτως στη ζωή του το ήθος Της.

 

 

 

ΙΙ. Η ΓΛΩΣΣΟΛΑΛΙΑ, το κορυφαίο από τα χαρίσματα που ισχυρίζονται οι Πεντηκοστιανοί ότι τους παραχωρούνται από το Αγ. Πνεύμα, είναι οικτρή πλάνη και φοβερή απάτη, η οποία χρησιμοποιείται ουσιαστικά, μαζί με τις λεγόμενες ψευδοπροφητείες και ψευδοθεραπείες ως στοιχείο εντυπωσιασμού και παραπλάνησης των υποψηφίων θυμάτων τους, ενώ αν εξεταστούν περαιτέρω αυτά ως φαινόμενα, θα αποδειχθεί ότι πρόκειται είτε για ψυχοπαθολογικής φύσεως εκδηλώσεις, είτε, στην πραγματικότητα, για δαιμονικές καταστάσεις, οι οποίες συμβαίνουν σε αποδήμους της χάριτος του Θεού και σε πλάνη ευρισκομένους ανθρώπους. Και αυτό, διότι απ’ όπου απουσιάζει η χάρις του Θεού, όπως συμβαίνει με τους Πεντηκοστιανούς, εκεί βασιλεύει και ενεργεί ο Σατανάς και οι δυνάμεις του. Όσον αφορά τη γλωσσολαλιά των αποστόλων κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, αυτή δεν ήταν μόνιμο χάρισμα, ούτε αφορούσε την εκ μέρους τους χρήση άγνωστων «ξένων γλωσσών» και άναρθρων κραυγών, όπως πιστεύει και διδάσκει για τις εμπειρίες των μελών της η αίρεση των Πεντηκοστιανών, αλλά, όπως τονίστηκε παραπάνω, συνιστούσε το θαύμα της εν Αγίω Πνεύματι κατανοήσεως όλων όσων κήρυτταν από τον καθένα που τους άκουγε εκείνη την ημέρα στη δική του γλώσσα ή διάλεκτο, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να τονιστεί η εν Χριστώ επανένωση του ανθρωπίνου γένους, το οποίο χωρίστηκε με τη σύγχυση των γλωσσών στη Βαβέλ, εξ αιτίας της αμαρτίας. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να τονιστεί, ότι η γλωσσολαλιά δεν υπήρξε διαρκές αλλά έκτακτο φαινόμενο και χάρισμα στην Εκκλησία, εφόσον ενωρίς, δηλαδή την πρώιμη αποστολική εποχή (Α΄ Κορ. 14,2-27), κατέλαβε δευτερεύουσα σημασία, ενώ αργότερα ατόνησε ολοκληρωτικά, χωρίς όμως να χαθεί, διατηρούμενο υπό άλλες μορφές, μόνον εντός και για την Εκκλησία. Σε αντίθεση με την γλωσσολαλιά της Εκκλησίας, όμως, που ήθελε να συμβολίσει το μυστήριο της εν Χριστώ ενότητος του ανθρωπίνου γένους, η «γλωσσολαλιά» των αιρετικών Πεντηκοστιανών, όχι την ενότητα δεν επιδιώκει, αλλά μόνο τη διάσπαση και τον κατακερματισμό της ανθρωπότητας υπηρέτησε και υπηρετεί, εφόσον είναι βέβαιο, ότι το φαινόμενο αυτό, αν και «χάρισμα», υπήρξε η κύρια αιτία των απειράριθμων σχισμάτων στους κόλπους της αιρέσεως.

 

 

 

ΙΙΙ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ αποτελεί, όχι πολύμορφο φαινόμενο όπως οι διασπασμένες κινήσεις των αιρετικών Πεντηκοστιανών, ούτε εμφανίστηκε όπως εκείνοι τον 20ο αιώνα, αλλά συνιστά προαιώνιο μυστήριο που έχει ως πηγή του τον Τριαδικό Θεό (Εφεσ. 3,9) και απαρχή το γεγονός της δημιουργίας, η οποία με το μυστήριο της Πεντηκοστής και την κάθοδο του Αγ. Πνεύματος εισήλθε στην τελευταία φάση της πρίν από τη Δευτέρα Παρουσία. Για το λόγο αυτό και ουδεμία σχέση έχει με την πεντηκοστιανή «Εκκλησία των εσχάτων καιρών» ή αυτή «των εκλεκτών», πολύ δε περισσότερο με εκείνη που αποστάτησε, ή με την άλλη που θα αρπαγεί πρίν την έλευση τουΑντιχρίστου. Και τούτο, διότι πραγματικοί αποστάτες από την αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι οι ίδιοι οι Πεντηκοστιανοί, που εμφανίστηκαν μόλις τον 20ο αιώνα και, αντί να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στους κόλπους της αγίας Εκκλησίας του Χριστού, προβάλλουν υπεροπτικά την κίνησή του ο καθένας ως την «αληθινή εκκλησία». Επειδή ακριβώς δεν έχουν ουδεμία σχέση με την Εκκλησία και δεν αποδέχονται την Ιερά Παράδοση της, δεν μπορούν να κατανοήσουν και το αληθινό νόημα του γραπτού μέρους της που είναι η Αγ. Γραφή, το οποίο κακοποιούν βάναυσα και διαστρέφουν προκλητικά, προκειμένου να θεμελιώσουν τις αιρετικές τους θέσεις. Η ανυπαρξία σχέσεως των Πεντηκοστιανών με την Εκκλησία, μάλιστα, αποδεικνύεται περίτρανα και από την έμμεση, αλλά ουσιαστικώς πλήρη αποδοκιμασία του προσώπου του αρχηγού της Ιησού Χριστού, καθώς διδάσκουν ψευδώς την καταδικασμένη από τους πρώτους αιώνες αντίληψη περί «χιλιετούς βασιλείας» Του, επιμένουν στην ασεβή κατάργηση του Τιμίου Σταυρού επί του οποίου σταυρώθηκε, ώστε να αποβεί το όργανο της σωτηρίας και το στήριγμα της Εκκλησίας, καταργούν τα ιερά μυστήρια τα οποία συστήθηκαν από το Χριστό, πρεσβεύουν την αυθαίρετη διδασκαλία ότι είχε σαρκικά αδέλφια, αλλά και ότι η κατά σάρκα Μητέρα του Υπεραγία Θεοτόκος δεν ήταν Αειπάρθενος, για την οποία υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι δεν πρέπει να τιμάται, όπως δεν πρέπει να τιμώνται και οι φίλοι του Χριστού, οι άγιοι. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όμως, το γεγονός και μόνο ότι κάποιος δεν αναγνωρίζει στην Παναγία τους τίτλους «Θεοτόκος» ή «Αειπάρθενος», σημαίνει ότι αρνείται πλήρως και ολοκληρωτικώς τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Όλα αυτά συνηγορούν στη διαπίστωση περί ανυπαρξίας σχέσεως των Πεντηκοστιανών με την Εκκλησία του Χριστού, καθώς επιπλέον υβρίζουν τις ιερές Εικόνες και χαρακτηρίζουν την τιμή τους ως ειδωλολατρία, ενώ απορρίπτουν ασεβώς τα ιερά μνημόσυνα υπέρ των κεκοιμημένων και κατανοούν υλιστικά τα έσχατα.

 

 

 

ΙV. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ EΣXATΩΝ δεν αποτελεί μέσον για την άσκηση απειλών και ψυχολογικής βίας στον άνθρωπο, όπως με τις πλάνες τους προσπαθούν να κάνουν οι Πεντηκοστιανοί, αλλά χαρά κι ελπίδα για την εκπλήρωση του πόθου κάθε μέλους της Εκκλησίας, το οποίο προσδοκά την ανάσταση των νεκρών και την αιώνια ζωή με το Σωτήρα Χριστό. Αντιθέτως οι Πεντηκοστιανοί, στην προσπάθεια προσελκύσεως νέων μελών στις ομάδες τους, διδάσκουν ότι περιμένουν σύντομα την ανύπαρκτη «αρπαγή της εκκλησίας», πρίν έρθει ο Αντίχριστος, που όπως ψευδώς ισχυρίζονται έχει ήδη γεννηθεί. Για το λόγο αυτό και προτρέπουν πιεστικά τα αθώα θύματά τους να προσχωρήσουν στην κίνησή τους, προκειμένου να σωθούν, καθώς, όπως υπόσχονται, όσοι ενταχθούν στην ομάδα τους, όχι μόνο θα σωθούν, αλλά και θα γίνουν μάρτυρες κατηγορίας εκείνων οι οποίοι δεν έγιναν Πεντηκοστιανοί, όταν θα κριθούν από το Χριστό κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Τέτοια μυθεύματα όμως, ούτε μπορούν να θεμελιωθούν στην Αγ. Γραφή, ούτε μπορούν να κατανοηθούν από την κοινή ανθρώπινη λογική, αλλά ούτε και αντέχουν στη βάσανο της στοιχειώδους κριτικής από την ορθόδοξη θεολογία, καθώς πρόκειται για φοβερές πλάνες, που δεν έχουν ως σκοπό τη σωτηρία αλλά την απώλεια του ανθρώπου.

 

 

 

4. Οι Έλληνες Πεντηκοστιανοί.

 

 

 

Στην παραπάνω αιρετική γραμμή διδασκαλίας, μαζί με τους λοιπούς, κινούνται και οι Έλληνες Πεντηκοστιανοί, που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1924, προερχόμενοι από την Αμερική. Ο πρώτος ευκτήριος οίκος τους λειτούργησε το 1939 στα Βάγια Θηβών από το Δημ.Κατρισιώτη. Το 1929 ξεκίνησαν επίσης άλλες δύο ιεραποστολικές προσπάθειες από διαφορετικέςπεντηκοστιανικές ομάδες με τους Χαρ. Μάμαλη και Μιχ. Κούννα, ο οποίος μαζί με τον Σπ. Κωνσταντινίδη ίδρυσαν το 1939 την «Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής». Έπειτα από αυτό, όμως, άρχισε η πολυδιάσπαση, εφόσον λίγο αργότερα αποχώρησε από αυτήν, λόγω προσωπικών φιλοδοξιών ο Κωνσταντινίδης και δημιούργησε δική του ομάδα την οποία ονόμασε «Εκκλησία του Θεού της Πεντηκοστής», ενώ αργότερα αποσπάστηκε έπειτα από εσωτερικές έριδες και ο ποιμένας τους Λεωνίδας ή Λούης Φέγγος το 1965 και συγκρότησε την «Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής», αλλά και κάποια μέλη της αργότερα, τα οποία ίδρυσαν το 1988 την «Αποστολική Εκκλησία του Θεού». Από την κίνηση του Κωνσταντινίδη, δηλαδή, την «Εκκλησία του Θεού της Πεντηκοστής», αποσπάστηκε μια ομάδα η οποία συγκρότησε την «Εκκλησία του Θεού της Προφητείας», ενώ το 1964 ιδρύθηκε από τον Ηρ. Κουρμπά η «Εκκλησία του Θεού του Πλήρους Ευαγγελίου» και από το Θεοδ. Καλημέρη η «Αποστολική Εκκλησία του Χριστού». Παρ’ όλο που συνέβησαν όλ’ αυτά όμως, οι Πεντηκοστιανοί της Αμερικής, όχι μόνο δεν βοήθησαν στην ενότητα των Ελλήνων «αδελφών» τους, αλλά αντίθετα καλλιέργησαν περισσότερο την πολυδιάσπαση τους, καθώς το 1980 παρουσιάστηκε πλήθος «ιεραποστόλων» με σκοπό τον προσηλυτισμό και τη δημιουργία νέων πεντηκοστιανών «εκκλησιών», ανεξάρτητα κινούμενο στην πλειοψηφία του από τις ήδη υπάρχουσες πεντηκοστιανές ομάδες στην χώρα μας.

 

Προκύπτει λοιπόν σαφώς από την παραπάνω σύντομη αναφορά, ότι και η ελληνικήπεντηκοστιανή κίνηση, επειδή φέρει την προτεσταντική σφραγίδα και νοοτροπία, ακολούθησε τη μοίρα των άλλων Πεντηκοστιανών του εξωτερικού, γι’ αυτό και όχι μόνον πολυδιασπάστηκε και κατακερματίστηκε σε πάμπολλες ομάδες, αλλά χαρακτηρίζεται κι από φοβερή εχθρότητα, με την οποία αντιμετωπίζουν ο έναν τον άλλον οι οπαδοί τους. Όπως υπολογίζεται, μάλιστα, οιπεντηκοστιανές κινήσεις που δρούν στη χώρα μας είναι πάνω από πενήντα ! Από τις ομάδες αυτές, τις οποίες πρέπει να γνωρίζουμε και να αποφεύγουμε, οι κυριότερες είναι οι εξής:

 

 

 

● η Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής.

 

● η Εκκλησία του Θεού της Πεντηκοστής.

 

● η Εκκλησία του Θεού της Προφητείας.

 

● η Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής.

 

● η Αποστολική Εκκλησία του Θεού.

 

● η Εκκλησία του Θεού του πλήρους Ευαγγελίου.

 

● η Αποστολική Εκκλησία του Χριστού Νέου Ψυχικού.

 

● η Αποστολική Χριστιανική Εκκλησία.

 

● η Ζωντανή Μαρτυρία.

 

● η Αποστολική Εκκλησία του Χριστού.

 

● η Ελληνική Εκκλησία Αποστολικής Πίστεως

 

● η Μάχαιρα του Πνεύματος.

 

 

 

5. Η «Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής».

 

 

 

Από τις παραπάνω κινήσεις είναι απαραίτητο να γίνει ευρύτερος λόγος για τη λεγόμενη «Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής», επειδή α) είναι η μεγαλύτερη και η πλέον δραστήρια στη χώρα μας, β) είναι η πλέον ύπουλη και επικίνδυνη και γ) διατηρεί ευκτήριο οίκο και στην πόλη των Πατρών (περιοχή Αγιυάς), όπου δραστηριοποιείται έντονα, προσπαθώντας να παρασύρει ψυχές από ολόκληρο το νομό Αχαΐας.

 

Πρέπει να τονιστεί ευθύς εξ αρχής, ότι η ζωή της αιρετικής αυτής κινήσεως, όπως και των λοιπών, δεν ξεκίνησε την ημέρα της Πεντηκοστής, αλλά μόλις το έτος 1965, όταν αποστάτησε ο ιδρυτής της Λεωνίδας ή Λούης Φέγγος, από την «Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής», της οποίας ήταν ποιμένας. Επειδή ακριβώς θέλησε να μην ελέγχεται από κανέναν, αλλά να «ορθοτομεί» εκείνος κατά τρόπο υπεροπτικό την «αλήθεια», αποχώρησε μαζί με άλλα 120 μέλη, τα οποία αποτέλεσαν και το πρώτο της «ποίμνιο». Η αίρεση γνώρισε με την πάροδο του χρόνου μεγάλη εξάπλωση και σήμερα έχει περίπου 150 ποιμένες και αριθμεί περί τις 20.000 οπαδούς σε όλη τη χώρα.

 

Η διδασκαλία της, αν και έχει πολλά κοινά με αυτήν των άλλων πεντηκοστιανών ομάδων που εκθέσαμε παραπάνω, εν τούτοις διαφέρει σε πολλά σημεία, καθώς φέρει την «προσωπική σφραγίδα» του αιρετικού Φέγγου, ο οποίος την ονόμασε «ελεύθερη» για να δείξει ότι, δήθεν, δεν εξαρτάται από τους άλλους Πεντηκοστιανούς, εναντίον των οποίων καταφέρεται ευκαίρως ακαίρωςμε βαρύτατους χαρακτηρισμούς, ονομάζοντάς τους «λύκους»και «επικατάρατους», ενώ τις ομάδες τους αποκαλεί «θυγατέρες Βαβυλώνος», δηλαδή «πόρνες». Υβρίζει, δηλαδή, όχι κάποιους ξένους, αλλά τους δικούς του πνευματικούς προγόνους, πράγμα που σημαίνει, σύμφωνα με τη λογική του, ότι κι αυτός βρισκόταν στην πλάνη, τουλάχιστον μέχρι το 1965.

 

Έτσι, η αίρεση αυτή, με τέτοιου είδους συμπεριφορές και αντιλήψεις, όχι μόνο ως «ελευθέρα» δεν προβάλλει, αλλά στην πραγματικότητα είναι υποδουλωμένη στο πάθος της υπερηφάνειας, της πλάνης και της απώλειας, όπου έχει παρασύρει και χιλιάδες άλλες αθώες ψυχές. Κορυφαίο στοιχείο μάλιστα της πλάνης της κινήσεως αποτελεί η κακόδοξη θέση ότι ο Θεός έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, δηλαδή χέρια και πόδια, ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί και τοπικά. Διαβάζοντας τα αυτά κανείς, αναρωτιέται: τι σχέση μπορούν να έχουν άραγε τέτοιες αντιλήψεις με την περί Θεού διδασκαλία της Αγ. Γραφής; ή ποιος μπορεί να είναι πράγματι ο ανθρωπόμορφος θεός των Πεντηκοστιανών του Φέγγου; Ένα πράγμα μόνο είναι απολύτως βέβαιο, ότι ο θεός του κ. Φέγγου μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άλλος, όχι όμως ο αληθινός Θεός, τον οποίο διδάσκει η Αγ. Γραφή και πιστεύει η Εκκλησία.

 

Για να καταλάβει καλύτερα κανείς, όμως, την νοοτροπία, το ψεύδος, την υποκρισία, την πλάνη και το φοβερό εγωισμό που χαρακτηρίζει τα μέλη αυτής της ομάδας, αλλά και να συνειδητοποιήσει το λόγο για τον οποίο πρέπει να τους αποφεύγει πάση θυσία, είναι αρκετό να σταχυολογήσει και να παραθέσει τέσσερις μόνο από τις συχνές και πάμπολλες κρίσεις και απόψεις του αρχηγού της Λούη Φέγγου για τον εαυτό του, τον οποίο προβάλλει ουσιαστικά στις ομιλίες του ως «θεό επί της γής». Έτσι στις 9-10-1979 τόνιζε με τρόπο υπερφίαλο «Επειδή έχω αποκτήσει μια πείρα στο λόγο του Θεού, τα θαύματα, την επιστήμη, ακόμη έχω σπουδάσει όλες τις επιστήμες, γνωρίζω τις θετικές· όποιον βρω μπροστά μου κι είναι αντίθετος προς το ευαγγέλιο μπορώ να τον κάνω να ταπεινωθεί αμέσως» και μάλιστα συνεχίζει ως παντογνώστης πως «όποιος θέλει ας με ρωτήσει ό,τι θέλει κι ό,τι βιβλίο διάβασα, ας έρθει να μού το πει· να του πω εγώ που είναι η ψευτιά (…) ξέρω τα κουμπιά του καθενός και τι λέει ο καθένας και που βασίζεται» (π. Α.Αλεβιζόπουλου, Εγχειρίδιο, σ. 208). Στις 9-11-1982 επίσης συνέκρινε τον εαυτό του με τον άγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο, ο οποίος αν και κατά τη γνώμη του «ήταν καλός», σε σχέση όμως με τη δική του αξία και αυθεντία, ήταν ελάχιστος, αφού η «ερμηνευτική <του> αυθεντία είναι μεγαλύτερη από την αυθεντία της Εκκλησίας, στην οποία βασιζόταν ο Χρυσόστομος» (π. Α. Αλεβιζόπουλου, Εγχειρίδιο, σ. 221). Το πλέον τραγικό σημείο της αυτοθεοποιήσεώς του φάνηκε στις 8-5-1984, οπότε διακήρυξε ουσιαστικά ότι επικοινωνεί άμεσα με το «θεό», με τον οποίο μάλιστα συζητούν εκτός των άλλων και τα θέματα με τα οποία θα ασχοληθεί στα κηρύγματά του, παρατηρώντας χαρακτηριστικά πως «δεν ξέρω γιατί ο Θεός σήμερα επέμενε να μιλήσω γι’ αυτό (…)<εννοεί το θέμα>(…) ίσως κάποια αγγελία πρέπει να μας δώσει ο Θεός σήμερα…» (π. Α. Αλεβιζόπουλου, Εγχειρίδιο, σ. 215). Για το λόγο αυτό κι έχει εξασφαλίσει με βεβαιότητα τη σωτηρία του, κάτι που διακήρυξε με περισσή βεβαιότητα στις 19-10-1982 ως εξής : «την έχω ήδη λάβει τη ζωή την αιώνιο, και την αισθάνομαι, τη ζω, με αγάπη, με χαρά, με ειρήνη, με ευλογία, με φανέρωση του θεού στη ζωή μας» (π. Α.Αλεβιζόπουλου, Εγχειρίδιο, σ. 228).

 

Είναι απαραίτητο να γίνει αναφορά, όμως, και στις πλέον κραυγαλέες από τιςψευδοπροφητείες του κ. Φέγγου για τον Αντίχριστο και την Ε.Ο.Κ (τώρα Ε.Ε). Για τονΑντίχριστο είχε «προφητεύσει» ότι θα εμφανιστεί στη δεκαετία του 1990, οπότε θα έρθει και ο Χριστός να αρπάξει την «ποίμνη του» στον ουρανό και θα κηρυχθεί ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Την «προφητεία» αυτή, μάλιστα τη δημοσίευσε και η εφημερίδα του, «Χριστιανισμός», στο 2οτεύχος του Ιανουαρίου του 1991. Όμως, όπως είδαμε τίποτε από αυτά δεν εκπληρώθηκε. Ούτε ο Αντίχριστος εμφανίστηκε, αν και είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ούτε ο Χριστός κατέβηκε να αρπάξει την ποίμνη του κ. Φέγγου, εφ’ όσον ο ίδιος, ως αρχηγός της, συνεχίζει ακάθεκτος με τη δράση του να τον πληγώνει και να καταπολεμά την Εκκλησία του, αλλά ούτε ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε. Για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (τώρα Ευρωπαϊκή Ένωση) είχε αποφανθεί και «προφητεύσει» το 1982, ότι είναι το πραγματικό θηρίο της Αποκαλύψεως με τα δέκα κέρατα, καθώς τότε είχε μόνο δέκα κράτη-μέλη, τα οποία, όπως διακήρυττε, ποτέ δεν θα αυξάνονταν. Μετά την εξαγγελία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, επίσης, περί το τέλος του 1992 κι επειδή η ώρα του Αντιχρίστου, κατά την άποψή του, ήταν πλησίον, αρχηγός του ενιαίου Ευρωπαϊκού Κράτους θα γινόταν ο Αντίχριστος. Ήταν δε τόσο σίγουρος γι’ αυτό, ώστε, όπως τόνιζε, «θα δούμε πολύ καθαρά και ίσως και το πρόσωπο του Αντιχρίστου».

 

Όπως είναι γνωστό, όμως, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Γι’ αυτό και τίθενται τα ερωτήματα: Τι θα μας έλεγε σήμερα (έτος 2007) ο «προφήτης» κ. Φέγγος για να δικαιολογηθεί και να διορθώσει το σφάλμα του, που τα κράτη της Ένωσης έχουν φτάσει τα είκοσι πέντε; Τι θα απαντούσε στην απορία κάθε καλόπιστου ανθρώπου: Γιατί ο Αντίχριστος, έπειτα από τόσα χρόνια, δεν ήρθε; ή γιατί δεν έγινε αρχηγός του Ευρωπαϊκού Κράτους; ή γιατί, τουλάχιστον, μέχρι σήμερα, είκοσι και πλέον χρόνια μετά τον «ερχομό» του, δεν καταφέραμε να δούμε, όχι μόνο τόσο καθαρά, αλλά καθόλου το πρόσωπό του;

 

Συμφωνούν άραγε όλα τα παραπάνω με το πνεύμα και το γράμμα της αγ. Γραφής; Έχουν σχέση με τη διδασκαλία του Χριστού; Συμφωνούν τα μέλη της ομάδας του με τα μυθεύματα του ιδρυτή της; Αυτό το ήθος εμπνέονται ως μέλη της, κατά τα άλλα, «ελεύθερης εκκλησίας» από τον κ. Λούη Φέγγο και τους ποιμένες του; Ποιόν «θεό» λατρεύουν αλήθεια;

 

Σ’ αυτά τα ερωτήματα ας απαντήσει κυρίως ο ιδρυτής της, πρώτα στους αθώους που παρέσυρε στην πλάνη, κυρίως όμως με καθαρή συνείδηση ας απαντήσει κατόπιν, όχι στο «θεό» που έπλασε και πιστεύει, αλλά μετανιωμένος ας απολογηθεί στον αληθινό Θεό, τον οποίο καταπολεμά με τρόπο λυσσαλέο και προσπαθεί χρόνια τώρα με τη δράση του να αφανίσει την Εκκλησία του. Γιατί γνωρίζουμε καλά, ότι η τακτική του κ. Φέγγου είναι η ίδια μ’ εκείνη των ψευδοπροφητών όλων των αιώνων και όλων των εποχών, δηλαδή να σκορπίζουν το φόβο και τον τρόμο στις αγνές και άδολες ψυχές, προκειμένου να τις κατακτήσουν προς όφελος προσωπικό. Γι’ αυτό και η καλύτερη απάντηση από μέρους του σ’ όλα τα παραπάνω θα ήταν η σιωπή και η μετάνοια, φάρμακα που μπορούν να βοηθήσουν ουσιαστικά στη θεραπεία της πλάνης του και να συμβάλλουν στη δική του επιστροφή, αλλά και την επιστροφή των αγνών ανθρώπων που παράσυρε, στην αληθινή ποίμνη του Χριστού, που είναι η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία.

 

 

 

6. Πως δρουν οι Πεντηκοστιανοί.

 

 

 

Έγινε φανερό λοιπόν από τα ανωτέρω, πιστεύουμε, ότι όλοι γενικώς οι Πεντηκοστιανοί, όχι μόνο δεν προσφέρουν τη σωτηρία με τις πλάνες τους, αλλά οδηγούν τον άνθρωπο με βεβαιότητα στην απώλεια. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή και να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα από τα πιστά μέλη της Εκκλησίας, για προφύλαξη από τη δραστηριότητά τους, καθώς υπάρχει σοβαρός κίνδυνος με τον τρόπο που δραστηριοποιούνται να μας παρασύρουν και να μας απομακρύνουν από τη σωτήρια πίστη και την υγιή παράδοση της Εκκλησίας.

 

Και τούτο διότι, όπως όλοι οι αιρετικοί στους αιώνες που πέρασαν, το ίδιο και οι Πεντηκοστιανοί χρησιμοποιούν τα πιο σύγχρονα μέσα της εποχής, προκειμένου να κάνουν περισσότερο ελκυστική τη διδασκαλία τους. Μάλιστα δε οι σύγχρονοι αιρετικοί κάνουν χρήση όλων των μέσων που υπαγορεύει το σύγχρονο marketing, ενώ το management τους αποβαίνει εξαιρετικά αποδοτικό, όταν μάλιστα εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν είμαστε προσεκτικοί και σωστά προετοιμασμένοι. Η επιτυχία του στηρίζεται, δηλαδή, όχι στην αλήθεια των όσων διδάσκουν, αλλά στον τρόπο με τον οποίο τα προσφέρουν, καθώς εφαρμόζουν άριστα το λεγόμενο «βομβαρδισμό αγάπης», παρουσιάζοντας παράλληλα ως φόβητρα αρνητικά φαινόμενα ή κοινωνικά γεγονότα, όπως πλημμύρες, σεισμούς, πολέμους, θανάτους, δυστυχήματα, ασθένειες κ.ά, προκειμένου να ασκήσουν στα θύματά τους ψυχολογική πίεση και βία. Το έργο τους υποστηρίζουν, επίσης, με τα διάφορα τηλεοπτικά shows στο εξωτερικό, όπου προβαίνουν σε επίδειξη γλωσσολαλιάς, ψευδοπροφητειών και ψευδοθεραπειών για να πείσουν και να παρασύρουν τα αθώα και ανυποψίαστα θύματα τους. Τα υποψήφια θύματά τους, μάλιστα, στο πλαίσιο του βομβαρδισμού της αγάπης, τα πλησιάζουν και με άλλους τρόπους, όπως με την οργάνωση φιλικών συγκεντρώσεων, με την εκδήλωση ενδιαφέροντος σε δύσκολες οικογενειακές στιγμές όπως στην περίπτωση θάνατο νέου ή προσφιλούς προσώπου, βαριάς αρρώστιας, δυσκολιών στις συζυγικές σχέσεις, περιπτώσεων διαζυγίου, καταστάσεων οικονομικής ανέχειας κ.ά. Μέσα στη δράση τους περιλαμβάνονται ακόμη κατ’ οίκον επισκέψεις, προσκλήσεις στις συνάξεις τους, διανομή της Καινής Διαθήκης με κείμενο παρεφθαρμένο ή άλλων εντύπων και πρόκληση συζητήσεως για θέματα πίστεως σε δρόμους ή σε πλατείες, πώληση σε πολύ χαμηλές τιμές ή με τη δωρεάν διανομή των βιβλίων και των περιοδικών τους, με την αποστολή μέσω Ταχυδρομείου αντιτύπων από τα περιοδικά τους, ή φύλλων από τις εφημερίδες τους, καθώς επίσης και μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», ο οποίος έχει πανελλαδική εμβέλεια. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να αποφεύγονται με κάθε τρόπο τα έντυπά τους, όπως ο «Χριστιανισμός», η «Μάχαιρα του Πνεύματος», «O Αγγελιοφόρος με τα Λευκά Φτερά», αλλά και η ακρόαση τουραδιοφωνικού τους σταθμού .

 

 

 

7. Πώς πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε;

 

 

 

1. Το βασικότερο μέσο αντιμετώπισης των Πεντηκοστιανών, αλλά και των πάσης φύσεως αιρετικών είναι η δική μας υγιής σχέση με την Εκκλησία, η οποία όσο πιο στενή είναι τόσο καλύτερα προφυλασσόμαστε από αυτούς. Γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε πρωτίστως να στερεωθούμε περισσότερο στην πίστη του Χριστού, πράγμα που θα επιτύχουμε αν συνδεθούμε στενότερα πνευματικά με την ενορία και τον ιερέα ή τους ιερείς μας, συμμετέχουμε τακτικά τόσο στη θεία λατρεία, με κορυφαία τα μυστήρια της εξομολογήσεως και της θείας Ευχαριστίας, όπως επίσης και στις λοιπές ενοριακές και άλλες εκκλησιαστικές εκδηλώσεις που είναι τα εσπερινά κηρύγματα, οι ομιλίες, οι κύκλοι μελέτης της Αγ. Γραφής,κ.ά, κυρίως όμως με τη διαρκή μελέτη του λόγου του Θεού, των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας μας, αλλά και σύγχρονων αντιαιρετικών βιβλίων, στα οποία παρατίθενται και ανατρέπονται λεπτομερώς οι αιρετικές κακοδοξίες και παράλληλα εκτίθεται η αληθινή πίστη και εκκλησιαστική παράδοση.

 

2. Σε κάθε περίπτωση πάντως που θα έρθουμε σε επαφή με κάποιον Πεντηκοστιανό ή άλλο αιρετικό είναι απαραίτητο να μην εκτραπούμε σε αποδοκιμασίες, ύβρεις ή βίαιες αντιδράσεις εναντίον του, διότι τη δικαιολογημένη αγανάκτησή μας θα την εκλάβει ως αδυ