Η αυτοσωτηρία τού Γιαχβέ τής Παλαιάς Διαθήκης τρανή απόδειξη τής σωματικής αυτοαναστάσεως κι άρα τής Θεότητος τού Ιησού Χριστού καθώς και τής υπάρξεως τού ανθρώπου ως ψυχή ή πνεύμα μετά θάνατον. Τρεις βασικές δογματικές διδασκαλίες τών Μαρτύρων τού Ιε

2013-08-24 13:22

Αγαπητοί αναγνώστες, με την βοήθεια κι ευλογία τού Θεού, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε πέντε χωρία (τρία από την Παλαιά και δύο από την Καινή Διαθήκη), εις τα οποία εμπεριέχονται νοήματα που φυσικώς και ανθρωπίνως είναι αδιανόητα και ανεπινόητα και τα οποία, όχι μόνον αποδεικνύουν την θεοπνευστία τής Αγίας Γραφής, αλλά αποδεικνύουν επίσης ως πλάνες και αντιγραφικές τρεις από τις βασικότερες διδασκαλίες τής Εταιρίας Σκοπιάς και κατ’ επέκτασιν τών λεγομένων Μαρτύρων τού Ιεχωβά: α) αυτή περί τού προσώπου τού Χριστού όχι ως Θεού αληθινού, αλλά ως (άπαγε τής βλασφημίας) Αρχαγγέλου Μιχαήλ, β) τής κατ’ αυτούς πνευματικής και όχι σαρκικής αναστάσεώς Του, και γ) τής δήθεν μετά θάνατον εκμηδενίσεως τού ανθρώπου και μη υπάρξεως αυτού ως ψυχή ή πνεύμα.

   Από την Παλαιά Διαθήκη θα αναλύσουμε και θα ερμηνεύσουμε λεπτομερώς τα πέντε πρώτα χωρία τού ξγ (63) κεφαλαίου τού προφήτου Ησαΐου, και θα αναφερθούμε ακροθιγώς εις τα υπόλοιπα δύο, διότι είναι σχεδόν πανομοιότυπα με το προαναφερθέν. Το κείμενο, και εις τα δύο χωρία τού Ησαΐου, το παραθέτουμε από το Εβραϊκό ή Μασοριτικό κείμενο, διότι κατά την μετάφραση τών Ο΄, όπως εξηγούμε κι εν συνεχεία, η παραδοξότης αυτών τών χωρίων δεν έχει αποδοθεί ευστόχως.

   Η συγκεκριμένη περικοπή περιγράφει μία μάχη. Ένας πολεμιστής έδωσε μάχη και επιστρέφει. Η μάχη παρουσιάζεται ως ένα πάτημα σταφυλιών. Ο μαχητής–πολεμιστής πατάει σταφύλια και τα συνθλίβει. Τα σταφύλια είναι οι εχθροί και ο κόκκινος χυμός τών σταφυλιών είναι το αίμα τών εχθρών. Η ανωτέρω ενότητα είναι ένας δραματικός διάλογος μεταξύ τού προφήτου και τού πολεμιστού που επιστρέφει από την μάχη. Ο πολεμιστής είναι μεγαλοπρεπής, ένδοξος και η στολή του πορφυρά, κόκκινη. Κι ενώ επιστρέφει από την μάχη δεν είναι καθόλου κουρασμένος ή εξηντλημένος, αλλά συμφώνως προς την μετάφρασιν τών Ο΄, τρέχει μετά βίας, μετά σπουδής.

   Επειδή η Εδώμ (ή Ιδουμαία Ο΄) ήτο έθνος εχθρικό προς το Ισραήλ, γι’ αυτό και οι Εδωμίτες έγιναν σύμβολα τών νοητών και αοράτων εχθρών τού Θεού και τού ανθρώπου, δηλαδή τών δαιμόνων. Εκεί λοιπόν, στην Εδώμ, μέσα εις το κράτος τών σκοτεινών δυνάμεων, στην πρωτεύουσα Βοσόρρα, εις την καρδιά δηλαδή τού κράτους τού σκότους, ο συγκεκριμένος πολεμιστής έδωσε την μάχη εναντίον τών εχθρών του κι επιστρέφει από την μάχη ένδοξος, μεγαλοπρεπής, χωρίς καμιά κόπωση, με όλη την δύναμή του και την ακμαιότητά του.

   Ο προφήτης, βλέποντας τούτον τον λαμπρόν άνδρα με την κόκκινη στολή, ρωτά: «Τις ούτος ο ερχόμενος εξ Εδώμ, με ιμάτια ερυθρά εκ Βοσόρρας;» Εις αυτό το ερώτημα απαντά ο ίδιος ο πολεμιστής: «Εγώ, ο λαλών εν δικαιοσύνη, ο ισχυρός εις το σώζειν» (στίχ.1). Είναι φανερό, από την ανωτέρω απάντηση, ότι ήταν ο Θεός με μορφή ανθρώπου. Εις το ‘Εγώ’ υπάρχει ισχυροτάτη έμφαση και μεγάλος τονισμός. Εάν αυτό το ‘Εγώ’ το έλεγε ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος με τέτοιο τονισμό, θα ήτο πολύ εγωιστικό. Αυτός όμως που το λέει, με όση έμφαση κι αν το πει, δεν είναι εγωιστικό, διότι είναι το υπέρτατο και απόλυτο ‘Εγώ’, η απόλυτος αυτοσυνειδησία και ύπαρξις. Είναι ‘ο Ων’. Από εκείνο το ‘Εγώ’ έλαβαν αρχή όλα τα μικρά και ταπεινά ‘Εγώ’. Εγώ, που διακηρύσσω δικαιοσύνη, δηλαδή δικαίωση και σωτηρία (για τον άνθρωπο), που είμαι ισχυρός εις το να σώζω. Είμαι ο Σωτήρ, ο ίδιος ο Θεός.

   Ο προφήτης όμως απορεί, διότι βλέπει κατακκόκινα τα ενδύματά του και ρωτά: «Δια τί ερυθρά η στολή σου, και τα ιμάτιά σου όμοια ανθρώπου πατούντος ληνώ;» (στίχ.2). Αναρωτιέται ο προφήτης: «Γιατί είναι η στολή σου κόκκινη και τα ενδύματά σου είναι όμοια σαν ενός ανθρώπου που πάτησε μέσα εις το πατητήρι πολλά κατακκόκινα σταφύλια και πιτσιλίστηκε η στολή του από τα σταφύλια κι έγινε κόκκινη;» Απαντάει ο πολεμιστής Θεός: «Επάτησα μόνος τον ληνόν, και ουδείς εκ τών λαών ήτο μετ’ εμού» (στίχ.3). Μπήκα δηλαδή μέσα σ’ ένα πατητήρι και πάτησα τα σταφύλια μόνος. Δεν ήτο κανείς από τούς λαούς μαζί μου. Τόσους λαούς έχει δημιουργήσει ο Θεός κι όμως κανένας δεν τον βοήθησε εις το έργο Του!

   Εις το σημείον δε αυτό φαίνεται και η ταπείνωσις τού Θεού, διότι το πάτημα τών σταφυλιών είναι δουλειά που την κάνουν οι δούλοι ή κατωτέρας κοινωνικής τάξεως άτομα. Φτωχοί αγρότες, εργάτες ή γεωργοί πατούν τα σταφύλια, διότι θεωρείται μία ταπεινή εργασία. Δεν την κάνουν άρχοντες ή αφεντικά! Ε, λοιπόν, αγαπητοί αναγνώστες, ο Θεός έκανε για εμάς αυτήν την ταπεινή εργασία! Πάτησε μέσα στο πατητήρι τα σταφύλια, που συμβολίζουν, όπως προείπαμε, τούς εχθρούς Του και τούς εχθρούς τού λαού Του, τούς δαίμονες.  

   Ο διάλογος συνεχίζει ως εξής: «και κατεπάτησα αυτούς εν τω θυμώ μου, και κατελάκτισα αυτούς εν τη οργή μου· και το αίμα αυτών ερραντίσθη επί τα ιμάτιά μου, και εμόλυνα όλην μου την στολήν» (στίχ.3) δηλαδή «τούς κατεπάτησα επάνω εις την οργή Μου, και τούς κατεκλώτσησα, τούς συνέθλιψα επάνω εις τον θυμό Μου· και το αίμα τών εχθρών Μου ραντίστηκε επάνω εις την στολή Μου και την εμόλυνε όλη κι έγινε κόκκινη». Είναι δηλαδή σαν να λέγει ο πολεμιστής, ότι έγινε μεγάλο μακελειό!

   Εις την συνέχεια ο πολεμιστής εξηγεί για ποίον λόγο έγινε αυτή η μάχη: «Διότι η ημέρα τής εκδικήσεως ήτο εν τη καρδία μου, και έφθασεν ο ενιαυτός τών λελυτρωμένων μου» (στίχ.4). «Είχα», λέγει ο Θεός, «μέσα εις την καρδιά Μου την ημέρα τής εκδικήσεως». Για ποίαν εκδίκηση γίνεται εδώ λόγος αγαπητοί αναγνώστες; Ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο με τα ίδια Του τρόπον τινά τα χέρια. Οι δαίμονες, όμως, εφθόνησαν τον άνθρωπο κι επιβουλεύθηκαν το πλάσμα τού Θεού και τον γκρέμισαν εις την αμαρτία και την δυστυχία. Ε, λοιπόν, αυτό ο Θεός δεν το συγχωρούσε εις τον Διάβολο. Δεν υπέφερε ο Θεός την κατάσταση εις την οποίαν ευρέθη το πλάσμα Του, και το έβαλε βαθιά μέσα στην καρδιά Του, ωρκίσθηκε τρόπον τινά (όπως το παρουσιάζει εδώ η Γραφή με γλαφυρά και συγκινητικά λόγια), να εκδικηθεί μία ημέρα τον Σατανά.

   Κι έφθασεν ο καιρός! Ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου για τούς εκλεκτούς Του! Το έργο όμως τής λυτρώσεως, αγαπητοί αναγνώστες, δεν ήταν το ίδιο εύκολο όπως αυτό τής Δημιουργίας. Για όλο το σύμπαν ο Θεός είπε, τρόπον τινά, έναν λόγο, δηλαδή απλώς θέλησε ή κατ’ άλλην έκφραση ‘εσκέφθη’ ο Θεός κι έλαβε υπόσταση το σύμπαν. Δεν εστοίχησε τίποτα κυριολεκτικά εις τον Θεό η δημιουργία τού σύμπαντος. Η λύτρωση όμως ή αλλιώς αναδημιουργία εστοίχησε, και μάλιστα πολύ. Θέλοντας λοιπόν ο Θεός να λυτρώσει τον κόσμο, η Γραφή λέγει, ότι περιέβλεψε και δεν υπήρχε ο βοηθών. Κοίταξε δηλαδή γύρω του για να δει εάν υπήρχε κανείς να βοηθήσει εις αυτό το δύσκολο έργο, αλλά δεν υπήρχε κανείς! «Όθεν», συνεχίζει ο πολεμιστής-Θεός, «ο βραχίων μου ενήργησε σωτηρίαν εις εμέ» (στίχ.5). Αφού δεν υπήρχε κανείς να βοηθήσει, τότε ‘ο βραχίων μου’, δηλαδή το χέρι Μου, η δύναμή Μου ‘ενήργησε εις Εμέ σωτηρία’, με έσωσε! ‘Ο ισχυρός εις το σώζειν’, ο Παντοδύναμος Θεός Σωτήρ, χρειάσθηκε και Αυτός σωτηρία!

   Εις το σημείο αυτό, αγαπητοί αναγνώστες, ευρίσκεται ο παραδοξότατος λόγος τού προφήτου, ο οποίος λέγει, ότι η δύναμη τού Θεού Τον έσωσε! Η θεία δύναμη έσωσε ΤΟΝ ΙΔΙΟ τον Θεό! Αυτή όμως η σωτηρία προϋποθέτει κίνδυνο. Βρέθηκε ποτέ σε κίνδυνο ο Θεός; Βρέθηκε ποτέ ο Θεός σε κατάσταση που είχε ανάγκη σωτηρίας; Ο Θεός δεν είναι ανενδεής; Δεν είναι Αυτός που δεν έχει καμιά ανάγκη, δεν υφίσταται κανένα πάθος και δεν κινδυνεύει από τίποτε; Πώς λέγει εδώ ο Ησαΐας, ότι ο Θεός ΑΥΤΟΣΩΘΗΚΕ; Πώς σώθηκε ο ίδιος ο Θεός με την δύναμή Του; 

   Αυτό το χωρίο, αγαπητοί αναγνώστες, ήτο ένα άλυτο αίνιγμα για την προ Χριστού εποχή. Κανείς δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει. Εξ ου και η δυσκολία τών Εβδομήκοντα μεταφραστών οι οποίοι προκειμένου να εξομαλύνουν την υφισταμένη δυσκολία αυτού, αλλά και τού ακριβώς αντιστοίχου χωρίου τού ιδίου προφήτου (νθ:16), μετέτρεψαν την προσωπική αντωνυμία α΄ ενικού προσώπου σε δεικτική γ΄ πληθυντικού προσώπου (‘αυτόν’ σε ‘αυτούς’ και ‘εμέ’ σε ‘αυτούς’), και δι’ αυτής τής μεταφράσεως εχάθη πλέον η παραδοξότης που εμπεριέχεται εις τα συγκεκριμένα χωρία.

   Το συγκεκριμένο αίνιγμα λύνεται υπό το φως τής Καινής Διαθήκης, με το ευλογημένο πρόσωπο τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο Θεός έπαθε κι εσώθη! Πώς συνέβη αυτό; Έγινε άνθρωπος ο Θεός, πήρε σάρκα και οστά, και ως άνθρωπος δίνοντας την μάχη εναντίον τών εχθρικών δυνάμεων, έπαθε κι Αυτός! Κοίταξε γύρω να δει εάν μπορούσε κάποιος να τον βοηθήσει. Έριχνε ο Χριστός το βλέμμα Του επάνω από τον Σταυρό, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Γι’ αυτό ο ίδιος ‘ενήργησε εις αυτόν σωτηρίαν’ (Ησα. νθ:16), έσωσε δηλαδή ο ίδιος τον Εαυτό Του!

   Εδώ η λέξη ‘σωτηρία’ σημαίνει ανάσταση. Και σε άλλα χωρία τής Γραφής η ανάσταση λέγεται και χαρακτηρίζεται ως σωτηρία. Επειδή πολλές φορές η καταστροφή μεταφορικώς εκφράζεται δια τού ‘πίπτειν’ (π.χ. Ησα. η:15, κα:9) η δε σωτηρία δια τού ‘ανίστασθαι’ [π.χ. Β΄ Βασ. κβ:39 (Β΄ Σαμ. Εβρ.), Αμώς η:14,], γι’ αυτό τον λόγο η λέξη ‘ανάσταση’ προσέλαβε την έννοια ‘σωτηρία’ (πρβλ. Ιουδίθ ιβ:8, Εβρ. ια:35). Ο Κύριος έσωσε ο ίδιος τον Εαυτό Του από τον θάνατο. Δεν έσωσε τον Εαυτο Του ΠΡΙΝ να επέλθει ο θάνατος, αλλά έσωσε τον Εαυτό Του ΑΦΟΥ επήλθε ο θάνατος! Το να προλάβει να σώσει κάποιος έναν συνάνθρωπό του προτού φθάσει ο θάνατος είναι σπουδαίο και σημαντικό πράγμα. Αλλά να πεθάνει και μετά να τον σώσει από τον θάνατο, αυτό είναι θαύμα κορυφαίο!

   Ο Θεός λοιπόν πήρε σάρκα, έπαθε και πέθανε ως άνθρωπος (εφόσον η Θεότης δεν πάσχει) και Ο ΙΔΙΟΣ έσωσε τον Εαυτό Του από τον θάνατο! Παρόμοιο γεγονός αναφέρεται και εις τα εξής χωρία: «Και είδε Κύριος και δυσηρεστήθη ότι δεν υπήρχε κρίσις· και είδεν ότι δεν υπήρχε άνθρωπος, και εθαύμασεν ότι δεν υπήρχε ο μεσιτεύων· όθεν ο βραχίων αυτού ενήργησεν εις αυτόν σωτηρίαν· και η δικαιοσύνη αυτού, αυτή εβάστασεν αυτόν.» (Ησα. νθ:15-16 Εβρ.) και «Ψάλλατε εις τον Κύριον άσμα νέον· διότι έκαμε θαυμάσια· η δεξιά αυτού, και ο βραχίων ο άγιος αυτού, ενήργησαν εις αυτόν σωτηρίαν.» [Ψαλμ. 98:1 (97 Ο΄)]

   Αυτές λοιπόν οι παραδοξότατες ρήσεις τής Παλαιάς Διαθήκης εκπληρώθηκαν εις την Καινή Διαθήκη, εις το πρόσωπον τού Μεσσίου. Ας εξετάσουμε και τις δύο περιπτώσεις: «απεκρίθησαν ουν οι Ιουδαίοι και είπον αυτώ· τί σημείον δεικνύεις ημίν ότι ταύτα ποιείς; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν...εκείνος δε έλεγε περί τού ναού τού σώματος αυτού.» (Ιωάν. β:18-19,21). Το υπογραμμισμένο ρήμα ‘εγερώ’ είναι η σημαντικώτερη λέξη εις αυτόν τον λόγο τού Χριστού και σημαίνει πράγμα παραδοξότατο και ανθρωπίνως αδιανόητο. Οι Ιουδαίοι εζήτησαν από τον Χριστό τί θαύμα μπορεί να κάνει προκειμένου να αποδείξει, ότι έχει εξουσία να κάνει αυτά που κάνει· να αποδείξει ότι είναι μέγας και τρανός κι ότι έχει δικαίωμα να τούς κυνηγάει με τα μαστίγια.

   Ο Ιησούς τούς απαντάει με μίαν παραδοξότατη φράση που δεν θα πήγαινε ποτέ εις το μυαλό τού ανθρώπου: «Θέλετε να δείτε ποιος είμαι; Θέλετε να δείτε τί δύναμη έχω; Θέλετε να δείτε τί θαύμα μπορώ να κάνω; Ε, λοιπόν, θανατώστε αυτό το σώμα και σε τρεις ημέρες ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ θα το εγείρω, θα το αναστήσω»! Είναι δηλαδή σαν να τούς λέει: Να ποιος είμαι. Δεν είμαι μόνον άνθρωπος, όπως εσείς νομίζετε. Είμαι και Θεός. Παντοδύναμος είμαι. Μπορώ να κάνω όλων τών ειδών τα θαύματα. Το σώμα Μου είναι ναός (Κολασ. α:19). Μέσα Του κατοικεί η Θεότης, οργανικώς ενωμένη με την ανθρωπίνη φύση Μου (Κολασ. β:9). Ως άνθρωπο θα με θανατώσετε. Το προλέγω. Σάς αφήνω να με θανατώσετε. Αλλά ως Θεός δεν πεθαίνω. Ως Θεός θα ζω, και την τρίτη ημέρα ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ θα αναστήσω το σώμα Μου!

   Ακριβώς η πραγματοποίησις τών λόγων τού Ησαΐου και τού Ψαλμωδού που προφήτευσαν ότι «Δεν με βοήθησε κανείς. ΕΓΩ ο ίδιος έσωσα τον Εαυτό Μου. ΕΓΩ ο ίδιος ο Θεός αυτοαναστήθηκα. Πέθανα ως άνθρωπος, αλλά ως Θεός ζούσα και ανέστησα τον Εαυτό Μου»!

   Ποιος τόλμησε, ή μάλλον, ποιος διανοήθηκε ποτέ να πει: «Θανατώστε με κι εγώ ο ίδιος θα αναστήσω το σώμα μου»; Μόνον ο Ιησούς είπε τέτοιον λόγο, διότι είχε την συνείδηση, ότι δεν είναι απλώς άνθρωπος, αλλά Θεός και άνθρωπος, Θεάνθρωπος.  Πού είναι οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά που ισχυρίζονται και κηρύσσουν, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά Άγγελος ή Αρχάγγελος και ότι το σώμα Του διαλύθηκε, ότι ο Θεός τον ήγειρε με ένα άλλο σώμα δήθεν πνευματικό, κι ότι ο άνθρωπος εκμηδενίζεται μετά τον θάνατο; Για να ενεργήσει ο ίδιος ο Χριστός (μετά την θανάτωσή Του) την ανάσταση τού σώματός Του, αυτό είναι τρανή απόδειξις τής μετά θάνατον υπάρξεως τού Χριστού (κι εν γένει τού ανθρώπου) ως ψυχή ή πνεύμα. Ο ναός που καταλύθηκε, αυτός ο ίδιος ανηγέρθη. Το σώμα που θανατώθηκε, αυτό το ίδιο ανεστήθη κι όχι κάποιο άλλο δήθεν πνευματικό. Και το ανέστησε ο ίδιος ο Χριστός, διότι είναι Θεός, Θεός αληθινός (Α΄ Ιωάν. ε:20). Ο Χριστός δεν είναι τίποτα από αυτά που διδάσκουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, αλλά είναι ο Κύριος και Θεός τής Παλαιάς Διαθήκης, «ο λαλών εν δικαιοσύνη, ο ισχυρός εις το σώζειν» (Ησα. ξγ:1). Ο άνθρωπος δεν εκμηδενίζεται μετά θάνατον, συμφώνως προς την ψευδοδιδασκαλία τής θνητόψυχης Εταιρίας Σκοπιά, αλλά ζει ως ψυχή ή πνεύμα και το απέδειξε αυτό ο Χριστός εγείροντας μετά θάνατον το σώμα Του.

   Η δευτέρα περίπτωση που διακηρύσσει την αυτοανάσταση τού Χριστού έχει ως εξής: «Δια τούτο ο Πατήρ με αγαπά, ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλι λάβω αυτήν. Ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού· εξουσία έχω θείναι αυτήν, και εξουσίαν έχω πάλι λαβείν αυτήν· ταύτην την εντολήν έλαβον παρά τού Πατρός μου.» (Ιωάν. ι:17-18). Ο Χριστός με το ‘εγώ τίθημι την ψυχήν μου’ προείπε την θυσία Του, τον εκούσιο θάνατό Του, και με το ‘ίνα πάλι λάβω αυτήν’ προείπε την ανάστασή Του. Γι’ αυτό δηλαδή ο Πατέρας με αγαπά, διότι εγώ θυσιάζω τη ζωή Μου, για να την πάρω πάλι. Κανείς δεν μπορεί να την αφαιρέσει από εμένα, αλλά εγώ τη θυσιάζω οικειοθελώς. Έχω την δύναμη, τον ηρωισμό, να την θυσιάσω, και έχω την δύναμη να την πάρω πάλι. Η φράση τού Χριστού ‘εξουσίαν έχω πάλι λαβείν αυτήν’, έχω την δύναμη να πάρω πάλι την ζωή μου, είναι ισοδύναμη με το ‘έχω την δύναμη να αναστήσω το σώμα Μου’. Ο Χριστός αναστήθηκε αυτεξουσίως, αυτοδυνάμως. Με άλλα λόγια, ανέστησε ο ίδιος τον Εαυτό Του, αυτοαναστήθηκε.

   Το σώμα τού Χριστού, συμφώνως προς άλλα χωρία τής Γραφής, ανέστησεν ο Θεός Πατήρ (Ρωμ. στ:4), συμφώνως προς άλλα ανέστησε το Άγιον Πνεύμα (Ρωμ. α:4, Α΄ Τιμ. γ:16), και συμφώνως προς τα υπό εξέτασιν χωρία ανέστησεν ο ίδιος ο Χριστός. Το να διδάσκει η Γραφή άλλοτε μεν, ότι το σώμα τού Χριστού ανέστησεν ο Θεός Πατήρ, άλλοτε δε, ότι ανέστησεν αυτό το Άγιον Πνεύμα, και άλλοτε, ότι ανέστησεν αυτό ο ίδιος ο Χριστός, τούτο είναι παράδοξο τής Αγίας Γραφής. Αντιφάσκουν μεταξύ τους τα χωρία τής Γραφής; Ποίος τελικώς ανέστησεν το σώμα του Χριστού; Και οι τρεις ανέστησαν το σώμα, διότι και οι τρεις, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα είναι μία ουσία ή θεότης και μία δύναμη.

   Η Αγία Γραφή, αγαπητοί αναγνώστες, έχει πολλές ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΕΣ, αλλά καμία πραγματική αντίφαση. Όλα τα παράδοξα χωρία που προαναφέραμε, τα αδιανόητα και ανεπινόητα φυσικώς και ανθρωπίνως, και η μεταξύ των συμφωνία, αποδεικνύουν, όπως είπαμε εις την αρχήν τής μελέτης μας, την θεοπνευστία τής Γραφής, αλλά αποδεικνύουν επίσης περιτράνως τις αντιγραφικές διδασκαλίες που κηρύσσει ‘ο πιστός και φρόνιμος δούλος’ και αναδεικνύουν εμφανέστατα την Εταιρία Σκοπιά ως τον κατ’ εξοχήν ψευδοπροφήτη, δηλαδή τον κατ’ εξοχήν ψευδοδιδάσκαλο τών ημερών μας, τα δίχτυα τού οποίου (ή τής οποίας) έχουν αλιεύσει πλήθος δυστυχώς πρώην Ορθοδόξων Χριστιανών!

   Ευχόμεθα και προσευχόμεθα όπως οι παρούσες μελέτες και το φως τού πραγματικού Ευαγγελίου (εν αντιθέσει με αυτό τού Μπρούκλιν που διδάσκουν), γίνουν αιτία και αφορμή αφυπνήσεως και ανανήψεως τινών εξ αυτών. Είθε.