ΠΡΟΣ ΧΡΙΣΤΑΝΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ

2013-10-12 12:00

Αγαπητοι εν Χριστο αδελφοι εχω παρατηρησει οτι πολυ χριστιανοι ορθοδοξοι δεν γνωριζουν

Την Ορθοδοξοι πιστη, ουτε καν τα πιο βασικα και λυπαμαι πολυ. Αυτο δινει αφορμη,

Στον αιρετικο να πλησιασει πολυ ευκολα στο στοχο του, Και να μας παρασυρει σε μια αιρεση, και ουτε καν θα το εχουμε καταλαβει.

Αγαπητοι αδελφοι εχουμε κληρονομησει απ ’ τους γονεις μας κατι σπουδαιο την αληθεια. Την αληθεια που εχει οι ορθοδοξοι εκκλησια,Ο που η κεφαλη της ειναι ο κυριος και θεος μας Ιησους Χριστος. Ας κανουμε λοιπον ενα βημα να πλησιασουμε τον Κυριο μας Ιησου Χριστο. Πολυ ορθοδοξοι κανουμε πραγματα και δεν γνωριζουμε γιατι, ισως επειδη ετσι εχουμε συνηθισει, η επειδη εχουμε μαθη ετσι απ΄τους γονεις μας. Πηρα λοιπον το θαρρος να γραψω καποια πραγματα που δεν γνωριζουν πολυ ορθοδοξοι.

 

1.ΓΙΑΤΙ ΑΝΑΒΟΥΜΕ ΚΕΡΙ. Το κερί συμβολίζει το Φως του Χριστού, τη φλόγα της πίστεως. Πίσω από το άναμμα του κεριού κρύβεται βαθύτατος συμβολισμός. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης μας λέγει ότι το κερί που ανάβουμε έχει έξι συμβολισμούς:

 

1. Συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής μας, γιατί είναι κατασκευασμένο από καθαρό κερί μέλισσας.

 

2. Επίσης την πλαστικότητα της ψυχής μας, μια και εύκολα πάνω του μπορούμε να χαράξουμε ο,τιδήποτε.

 

3. Ακόμη την Θεία Χάρη, επειδή το κερί προέρχεται από τα άνθη που ευωδιάζουν.

 

4. Επιπλέον συμβολίζει την θέωση, στην οποία πρέπει να φθάσουμε, επειδή το κερί ανακατεύεται με τη φωτιά και της δίνει τροφή.

 

5. Και το φώς του Χριστού επίσης δείχνει, καθώς καίει και φωτίζει στο σκοτάδι.

 

6. Και τέλος συμβολίζει την αγάπη και την ειρήνη που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό, επειδή το κερί καίγεται όταν φωτίζει, αλλά και παρηγορεί τον άνθρωπο με το φώς του μέσα στο σκοτάδι.

2.ΓΙΑΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΜΑΣ. Κάνουμε το σταυρό μας για τρείς λόγους:

α. Έτσι αναγνωρίζουμε φανερά ότι είμαστε μαθητές του Χριστού, ο οποίος σταυρώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων.

β. Υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι, όπως ο Κύριος θυσιάστηκε στο σταυρό, έτσι κι εμείς πρέπει να θυσιάζουμε το συμφέρον μας, τον χρόνο μας ή κομμάτια από τη ζωή μας (μέχρι και την ίδια τη ζωή μας) για τους συνανθρώπους μας.

γ. Η πείρα των αιώνων έχει αποδείξει ότι το σημείο του σταυρού λειτουργεί ως ισχυρό φυλαχτό, που προστατεύει τους ανθρώπους από τις επιρροές των πνευματικών τους εχθρών (δαιμόνων), καθώς και άλλους κινδύνους που πιθανόν να τους απειλούν. Αυτό συμβαίνει, γιατί, κάνοντας τον σταυρό μας, επικαλούμαστε τον Εσταυρωμένο Θεό μας (τoν Θεάνθρωπο Ιησού) και ζητάμε τη βοήθεια και την προστασία Του.

Το να διακηρύξουμε δημόσια ότι πιστεύουμε στον Χριστό (όπως γίνεται όταν κάνουμε τον σταυρό μας) δεν είναι σωστό να γίνεται εγωιστικά ή υποκριτικά, αλλά ταπεινά, σεμνά και με αγάπη προς τους συνανθρώπους μας και συγχώρεση προς τους εχθρούς μας. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Ιησού, καλό είναι να μην επιδεικνύουμε, αλλά και να μην κρύβουμε την πίστη μας. Είπε: «Όποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Όποιος όμως με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου» (Ματθ. 10, 32-33).

Τα λόγια αυτά του Ιησού φαίνονται «σκληρά», αλλά ο Κύριος δεν είναι σκληρός. Αντίθετα, είναι ταπεινός και ειρηνικός. Τα λέει όμως για να μάς παρακινήσει να Του ανοίξουμε την καρδιά μας και να ενωθούμε μ᾽ Αυτόν – σ᾽ αυτό θα μάς βοηθήσει το να παραδεχτούμε δημόσια την πίστη μας.

3.ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΣΚΥΝΑΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ. Είναι σωστό να προσκυνούμε τις Εικόνες; Μήπως συνιστά αυτό ειδωλολατρεία;

 

Ναι, θα υπήρχε ο κίνδυνος να επρόκειτο για ειδωλολατρική πράξη:

1ον αν τα πρόσωπα που αγιογραφούνται δεν ήταν υπαρκτά.

2ον αν οι εικόνες εξιστορούσαν γεγονότα ψευδή και μη γενόμενα και

3ον αν τιμούσαμε και προσκυνούσαμε το υλικό κατασκευής των εικόνων (ξύλο, χαρτί, γυαλί, χρυσό κλπ) και όχι το εικονιζόμενο πρόσωπο.

 

Όμως, δεν τιμάμε ούτε λατρεύουμε το ξύλο και τα χρώματα, αλλά τιμάμε τα πρόσωπα, που εικονίζονται μ'αυτά τα υλικά. Επίσης, πως γίνεται να έχουμε τόσες θαυματουργές εικόνες, αν επρόκειτο για ειδωλολατρεία; Τα είδωλα, εν πρώτοις, παριστάνουν ανύπαρκτα όντα, ανύπαρκτους θεούς, που έρχονται στην ύπαρξη μόνο με τις ειδωλικές απεικονίσεις και εξαφανίζονται αμέσως μόλις τα είδωλα καταστραφούν.

Η διδασκαλία της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας για την ορθή τιμή και προσκύνηση των αγίων εικόνων είναι σαφής και ξεκάθαρη. Τιμάμε το εικονιζόμενο πρόσωπο. Η προσκύνηση μεταβαίνει στο πρότυπο και όχι στην ύλη.

Η εικόνα, δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο, ούτε ακόμη και μια απλή εικονογράφηση της Γραφής. Είναι αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας, αποτελεί « μέσο για να γνωρίσουμε το Θεό και να ενωθούμε μαζί Του».

Οι χριστιανικές εικόνες παριστάνουν υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα, τον Χριστό, την Υπεραγία Θεοτόκο, τους αγίους. Όλες οι σκηνές από τον βίο και την δράση του Χριστού μας είναι ιστορικά γεγονότα. Μόνον εάν δεν είχαν συμβεί, έπρεπε να μη ζωγραφίζονται. Εφ' όσον όμως είναι πραγματικά γεγονότα, η παράσταση τους δεν έχει καμία σχέση προς το ψεύδος των ειδώλων.

H εικόνα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον, με το οποίο ο πιστός ανάγεται εις έννοιαν, μνήμη του θεαρέστου βίου του εικονιζομένου αγίου και έτσι προτρέπεται σε ομοίωσή του, που αποτελεί και την τιμή του εικονιζομένου αγίου ή μάρτυρος

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «ο μη προσκυνών εχθρός εστι του Χριστού και της Αγίας Θεοτόκου και των Αγίων, εκδικητής δε του διαβόλου και των δαιμόνων, έργω επιδεικνύμενος την λύπην, ότι οι άγιοι του Θεού τιμώνται και δοξάζονται, ο δε διάβολος καταισχύνεται. Η γαρ εικών θριάμβωσίς εστι και φανέρωσις και στηλογραφία εις μνήμην της νίκης των αριστευσάντων και της αισχύνης των ηττηθέντων και καταβληθέντων».

Η δε Ζ' Οικουμενική Σύνοδος αξιοποιώντας την θεολογική διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, διεκήρυξε ότι « η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» και όχι στην ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένη η ιερά εικών. Οι εικόνες μάλιστα των αγίων δεν είναι απλές αναμνηστικές παραστάσεις, όπως οι φωτογραφίες των συγγενών και φίλων, αλλά μετέχουν και αυτές στον αγιασμό λόγω της μυστικής και αοράτου σχέσεως τους προς τα πρωτότυπα τους αγίους. Η άκτιστη ενέργεια και χάρη του Παναγίου Πνεύματος, που ενοικεί στους αγίους, χαριτώνει τα σώματα τους, όπως φαίνεται στα άγια λείψανα τους και περνά και στις αγίες εικόνες τους, που για τον λόγο αυτό θαυματουργούν.

4.ΓΙΑΤΙ ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ.

Το θέμα αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί όλες οι προτεσταντικές αιρέσεις ασκούν σφοδρότατη κριτική εναντίον της Εκκλησίας μας, υποστηρίζοντας πως εμείς λατρεύουμε τους αγίους και προσβλέπουμε σ' αυτούς για σωτηρία, όχι στον Σωτήρα Χριστό!

 

Είναι λοιπόν ποιμαντική ανάγκη να εξηγήσουμε με ποια έννοια η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τους αγίους και πού τελικά μεταβαίνει αυτή η τιμή. Να τονίσουμε σε ποια σχέση βρισκόμαστε εμείς με τους αγίους και τι συνεπάγεται αυτή η σχέση. Πρέπει ακόμη να απαντήσουμε στην ένσταση των προτεσταντών, ότι οι άγιοι δεν είναι πανταχού παρόντες και συνεπώς δεν ακούουν τις προσευχές μας. Να ερμηνεύσουμε τα θαύματα που επιτελούν οι άγιοι και να τα κατοχυρώσουμε αγιογραφικά- να αναφερθούμε στην πρώτη Εκκλησία, για να διαπιστώσουμε αν υπήρχε σ' αυτήν η τιμή των αγίων και προ παντός, να καταστήσουμε φανερή τη διάκριση μεταξύ τιμής και λατρείας, λατρευτικής προσκύνησης και προσκύνησης σαν εκδήλωση τιμής και αγάπης, που αποδίδεται από μέρους μας στους αγίους.

 

Κατά την πίστη της Εκκλησίας μας οι άγιοι αντικατοπτρίζουν τη δόξα του Κυρίου (Β' Κορ. γ' 18) και ακτινοβολούν το άκτιστο φως του Θεού (Ματθ. ε' 14. Ιω. η' 12. Εφεσ. ε' 8. Κολ. α' 12. Αποκ. κβ' 5).

 

Η δόξα των αγίων και των αγγέλων δεν είναι ανεξάρτητη από τη δόξα του Χριστού, γιατί είναι μέλη του σώματος Αυτού (Έφεσ. α' 23. δ' 16. ε' 23. Κολ. α' 18.24). Ονομάζονται αγαπητοί του Θεού (Β' Παραλ./Χρον. κ' 7. Ησ. μα' , φίλοι του Θεού (Ψαλμ. ρλη' 17, κατά τους Ο'. Ιω. ιε' 14. Ιακ. β' 23), αδελφοί του Χριστού (Ματθ. ιβ' 50). Είναι ναός και κατοικητήριο του Θεού (Α' Κορ. γ' 16-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16), τέκνα Θεού (Ιω. α' 12. Γαλ. γ' 26-27), κληρονόμοι και συγκληρονόμοι του Χριστού (Ρωμ. η' 17). Το μνημόσυνο των άγιων είναι αιώνιο (Ψαλμ. ρια/ριβ' 1-9. Παροιμ. Γ 7. Εβρ. ια' 4-38).

 

Ο ίδιος ο Θεός, μέσω του αγίου Σώματος του Χριστού, έρχεται σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο και του μεταδίδει την αγιότητα. Πρόκειται για την αγιότητα του Σώματος του Χριστού, όχι για την αγιότητα του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την κοινωνία του με τον Χριστό (Ιω. ιδ' 23. Α' Κορ. γ' 5-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16. Εφεσ. β' 22). Έτσι ο Χριστός θριαμβεύει μέσω των αγίων (Ίω. κα' 19. Β' Κορ. β' 14).

 

Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, που εκπροσωπούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχουν «επί τας κεφαλάς των στεφάνους χρυσούς» (Αποκ. δ' 4). Το αναρίθμητο πλήθος των αγίων, που «έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου» (Αποκ. ζ' 14), ευρίσκονται «ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου» ως νικητές (Αποκ. ζ' 9-10), σ' αυτούς δόθηκαν «θρόνοι», για να βασιλεύσουν «επί χίλια έτη», μέχρι τη δευτέρα παρουσία, οπότε το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, θα παραδοθεί από την ίδια την κεφαλή της στον Τριαδικό Θεό, για να είναι πλέον «ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Αποκ. κ' 4. Α' Κορ. ιε' 23-28).

 

Ο Χριστός είναι ο μόνος «Παράκλητος», ο μοναδικός «μεσίτης» και «σωτήρας» (Α' Ιω. β' 1. Ιω. ιδ' 6. 13-14. Α' Τιμ. β' 5. Πράξ. δ' 12), μόνο με το αίμα του Χριστού πραγματοποιείται η συμφιλίωση (Α' Πέτρ. α' 18-19), ο «άλλος Παράκλητος», το Πνεύμα το Άγιο, με τα άγια μυστήρια ενεργοποιεί προς χάρη μας τις δωρεές του Χριστού: με το βάπτισμα μας εντάσσει στο Σώμα του Χριστού (Γαλ. γ' 27. Πρβλ. α' Κορ. ιβ' 3), με τη θεία κοινωνία μας τρέφει με τον «άρτο της ζωής» (Ίω. στ' 48-53). Με αυτή την απόλυτη έννοια δεν υπάρχει άλλος σωτήρας, ούτε δεύτερος μεσίτης.

 

Και όμως στην αγία Γραφή γίνεται λόγος για μεσιτεία ανθρώπων και αγγέλων, μέσω προσευχής και παράκλησης (Γεν. m' 23-33. κ' 3-18. λβ' 9-14. Ίώβ μβ' 8-10. Παροιμ. ιε' 8. Ζαχ. α' 12-13. Ίερεμ. ζ' 16). Άνθρωποι ονομάζονται «πρεσβευτές» (Β' Κορ. ε' 18-20. Έφεσ. στ' 20) και «σωτήρες», με την έννοια όμως πως οδηγούν στο μόνο Σωτήρα, τον Χριστό (Α' Κορ. θ' 22). Ο Θεός βεβαιώνει τον προφήτη πως αν βρεθεί ακόμη και ένας άγιος άνθρωπος, για χάρη του θα σώσει ολόκληρη την πόλη (Ιερεμ. ε' 1. Ίεζ. κβ' 30).

 

Αλλά μήπως η «μεσιτεία» με σχετική έννοια αναφέρεται μόνο σε ζώντες; ΟΧΙ ο Θεός λέγει στον προφήτη Ιερεμία: «Εάν σταθούν ενώπιόν μου ο Μωϋσής και ο Σαμουήλ, η ψυχή μου δεν θα κλίνει προς αυτούς» (Ιερ. ιε' 1), πράγμα που σημαίνει πως σε άλλες περιπτώσεις ο Θεός ανταποκρινόταν στις δεήσεις των άγιων ανδρών υπέρ του λαού. Στην Αποκάλυψη βλέπουμε τη θριαμβεύουσα Εκκλησία (τους 24 πρεσβύτερους) να κρατούν «φιάλας γεμούσας θυμιαμάτων, αι εισίν αι προσευχαί των αγίων», δηλαδή των επί γης ζώντων πιστών τις οποίες ενώνουν με τις δικές τους προσευχές (Αποκ. ε' .

 

Η ουράνια Εκκλησία δέχεται τις επικλήσεις μας, μάλιστα μεσιτεύει στον Κύριο να σταματήσει το μαρτύριο των αδελφών τους στη γη (Αποκ. στ' 9-11), πράγμα που εισακούεται τελικά από τον Θεό (Αποκ. ζ' 9-11. η' 3-5. ια' 16-18. ιδ' 14-20. Πρβλ. Δ/Β' Βασιλ. κ' 4-6. Β' Μακ. ιε' 12-16).

 

Όταν λοιπόν επικαλούμεθα τους αγίους, οι ελπίδες μας δεν είναι μάταιες, οι άγιοι είναι συνδεδεμένοι μαζί μας με τον σύνδεσμο της αγάπης, η οποία «ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ' . Πιστεύουμε δηλαδή πως είμαστε πράγματι «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. β' 19-20).

 

Είναι οι άγιοι «πανταχού παρόντες» για να εισακούουν τις επικλήσεις μας; Όχι, οι άγιοι, ανεξάρτητα από τη χάρη του Θεού, δεν είναι πανταχού παρόντες, ούτε πληροφορούνται με τη δική τους δύναμη τι γίνεται μακριά από αυτούς. Όμως λουσμένοι στην άκτιστη θεία χάρη, μέσω του Αγίου Πνεύματος, σαν μέλη του σώματος του Χριστού, που είναι ενωμένο με την Θεότητα, μπορούν να ξεπεράσουν τους όρους της φύσης και να μετέχουν στη ζωή των αδελφών τους επί της γης.

 

Αν οι άνθρωποι του Θεού που ζουν στη γη μπορούν να ξεπεράσουν με τη χάρη του Θεού τους όρους της φύσης, πρέπει να συμπεράνουμε πως αυτό μπορεί να γίνει πολύ περισσότερο από τα μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά παραδείγματα από την αγία Γραφή.

 

Η «καρδιά» του Ελισσαίου ήταν μετά του Γιεζί και μπορούσε να γνωρίζει αυτό που συνέβη μακριά (Δ/Β' Βασιλ. ε' 25-27). Ο Αβραάμ «είδε» την ημέρα του Κυρίου «και εχάρη» (Ίω. η' 56). Ο απόστολος Πέτρος εγνώριζε την πονηρία του Ανανία (Πράξ. ε' 3).

 

Ο Θεός αποκαλύπτει τα θαυμαστά πράγματα «διά του Πνεύματος προς το συμφέρον», όλα τα ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο, χωρίς να δεσμεύεται από φυσικούς όρους, που ο Θεός έθεσε για ορισμένο σκοπό (Α' Κορ. ιβ' 7-11, πρβλ. Β' Κορ. ιβ' 2-4). Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει για την κοινωνία αγάπης της ουράνιας Εκκλησίας, η οποία πληροφορείται τα γεγονότα της ζωής μας και χαίρει για την επιστροφή κάθε αμαρτωλού (Λουκ. ιε' 7-10).

 

Ο Θεός θαυματοποιεί μέσω των αγίων και δικαίων (Γ/ Α' Βασιλ. ιζ' 21-22. Δ/Β' Βασιλ. δ' 33-35. Πράξ. ε' 12-16. ιβ' 11-12), όχι μόνο μέσω ζώντων πάνω στη γη, αλλά και μέσω κεκοιμημένων άγιων. Έτσι ο προφήτης Ησαΐας λαμβάνει εντολή να διαβιβάσει «προς τον Εζεκίαν τον ηγούμενον του λαού» πώς θα σώσει την πόλη από τους Ασσυρίους «διά Δαυίδ τον δούλον μου», δηλαδή χάρη του Δαυίδ, που ήδη είχε απέλθει από αυτή τη ζωή (Δ/Β' Βασιλ. κ' 4-6).

 

Το να ισχυρισθεί κανείς πως ο δεσμός της αγάπης μεταξύ αγωνιζομένης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας μειώνει το μεσιτικό υπούργημα του Παράκλητου, είναι αφέλεια, γιατί οι άγιοι δεν έχουν δύναμη από μόνοι τους να θαυματουργούν και να επεμβαίνουν στη ζωή μας, ανεξάρτητα από την χάρη του Θεού. «Το πνεύμα του Ηλία» που «ανεπαύθη επί τον Ελισσαίον» ήταν η χάρη του Αγίου Πνεύματος, όχι κάτι ανεξάρτητο από αυτήν γι' αυτό και «οι υιοί των προφητών» τον προσκυνούν με εδαφιαία μετάνοια (Δ/Β' Βασιλ. β' 14-15). Το ίδιο παρατηρούμε και για την ανάσταση του ανθρώπου εκείνου που ενταφιάστηκε στον τάφο του Ελισσαίου (Δ/Β' Βασιλ. ιγ' 21). Δεν είναι τα τίμια οστά από μόνα τους εκείνα που θαυματουργούν, αλλά η θεϊκή χάρη που τα περιβάλλει και χαριτώνει ολόκληρο τον άνθρωπο, όχι μόνο το πνεύμα του.

 

Η τιμή και ο σεβασμός στους αγίους εκδηλώνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με την προσκύνηση. Δεν πρόκειται για λατρευτική προσκύνηση, η οποία απαγορεύεται ρητά από την αγία Γραφή (Έξοδ. κ' 4-5. Δευτερ. στ' 12-14. Ματθ. δ' 10), γιατί ποτέ κανείς ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει συναίσθηση πως προσκυνεί οποιοδήποτε ον (άγγελο ή άνθρωπο) ως Θεό, μόνο τότε η προσκύνηση θα ήταν απόλυτη, δηλαδή λατρεία.

 

Τους αγίους προσκυνούμε χωρίς να παραγνωρίζουμε τη φύση τους, χωρίς δηλαδή να τους εκλαμβάνουμε για θεούς, γιατί παραδεχόμαστε πως η προσκύνηση δεν είναι πάντοτε εκδήλωση λατρείας. Αν αυτόν που προσκυνούμε δεν τον δεχόμαστε για Θεό, τότε με την προσκύνηση δεν του αποδίδουμε λατρεία, είναι εκδήλωση τιμής και αγάπης. Μ' αυτή την τιμητική έννοια ο Δαυίδ προσκυνεί τον Ιωνάθαν (Α' Βασιλ. / Α' Σαμ. κ' 41) και τον Σαούλ (Α' Βασιλ. / Α' Σαμ. κδ' 9), ο Νάθαν προσκυνεί τον Δαυίδ (Γ/Α Βασιλ. α' 23), οι υιοί των προφητών τον Ελισσαίο (Δ/Β' Βασιλ. β' 15), ο Ναβουχοδονόσωρ τον Δανιήλ (Δαν. β' 46).

 

Ακόμη και στην Καινή Διαθήκη ο δεσμοφύλακας προσκυνεί τον Παύλο και τον Σίλα (Πράξ. ιστ' 29), ενώ ο ίδιος ο Κύριος υπόσχεται πως θα αναγκάσει τους Ιουδαίους να προσκυνήσουν τον επίσκοπο Φιλαδέλφειας (Αποκ. γ' 9. Πρβ. Α' Βασιλ./ Α' Σαμ. ε' 4).

 

Όσοι απορρίπτουν την τιμή και την προσκύνηση των αγίων, επικαλούνται περιπτώσεις από την αγία Γραφή (Πράξ. ιδ' 11-15 και Αποκ. ιθ' 10. κβ' 8-9).

 

Στο Πράξ. ιδ' 11-15 φαίνεται καθαρά, πως οι άνθρωποι εξέλαβαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα ως θεούς, γι' αυτό και οι απόστολοι δίκαια αντέδρασαν. Τέτοια προσκύνηση δεν τους άνηκε, γιατί ήταν λατρευτική.

 

Στη δεύτερη περίπτωση ο Ιωάννης, κατάπληκτος από εκείνα που αξιώθηκε να δει, κάτω από την επίδραση της οπτασίας του ίδιου του Κυρίου (Αποκ. α' 17-18), νόμισε πως ήταν και πάλι ο Κύριος, γι' αυτό και σπεύδει να τον προσκυνήσει. Ο άγγελος όμως τον επαναφέρει στην αλήθεια των γεγονότων: «σύνδουλος σου ειμί», δεν μου ανήκει τέτοια προσκύνηση, ανήκει μόνο στον Θεό!

 

Αν παραδεχθούμε πως ο Ιωάννης θέλησε να προσκυνήσει τον άγγελο τιμητικά, είχε αυτό το δικαίωμα (Αριθ. κβ'31. Ίησ. Ναυή ε' 14), και ασφαλώς στην περίπτωση αυτή η προσκύνηση δεν θα ήταν λατρευτική. Τότε η άρνηση του αγγέλου θα ήταν ένδειξη ταπεινοφροσύνης. Διαφορετικά πώς ο Ιωάννης αποτολμά να προσκυνήσει τον άγγελο για δεύτερη φορά; (Αποκ. κβ' 8-9).

 

Αυτή είναι η ερμηνεία της Γραφής, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας (Α' Τιμ. γ' 15). Αυτό μαρτυρείται ήδη σε πρωτοχριστιανικά κείμενα. Οι πρώτοι χριστιανοί ομολογούσαν:

 

«Δεν θα δυνηθώμεν ούτε τον Χριστόν να εγκαταλείψωμεν ποτέ, τον παθόντα υπέρ της σωτηρίας των σωζομένων εις ολόκληρον τον κόσμον, τον άμωμον υπέρ των αμαρτωλών, ούτε κάποιον άλλον να λατρεύσωμεν. Διότι τούτον μεν προσκυνούμεν ως Υιόν του Θεού, τους δε μάρτυρας αγαπώμεν ως μαθητάς του Κυρίου, επαξίως λόγω της ανυπερβλήτου αφοσιώσεως εις τον βασιλέα και διδάσκαλόν των». Αυτό αναφέρεται στο μαρτύριο του άγιου Πολυκάρπου 156). Εκεί σημειώνεται ακόμη πως οι χριστιανοί συνέλλεξαν τα οστά του μάρτυρα, «τα τιμιώτερα από πολυτελείς λίθους, και ευγενέστερα από χρυσόν» και τα ενεταφίασαν σε κατάλληλο τόπο, ώστε να συναθροίζονται εκεί και να εορτάζουν «την γενέθλιον ημέραν του μαρτυρίου του» (Μαρτ. Πολυκ. 17-18. Βλ. και στο 3β 3Θ).

 

Ο Ωριγένης († 253/4) αναφέρει πως «αι ψυχαί των πεπελεκισμένων ένεκεν της μαρτυρίας του Ιησού, μη μάτην τω εν ουρανοίς θυσιαστηρίω παρεδρεύουσαι, διακονούσι τοις ευχομένοις άφεσιν αμαρτημάτων» (Ωριγ. Εις μαρτ. προτρ. 30. Πρβλ. Αποκ. κ' 4).

 

Ο άγιος Βασίλειος (330-379) αναφέρεται στις πανηγύρεις που γίνονταν στις μνήμες των αγίων (Έπιστ. 227, προς τους επισκ. του Πόντου. Όροι κατά πλάτος 8,40) και στην επίκληση των αγίων (Ομιλ. 4, εις άγ. Μάμαντα 1): «Αυτός που θλίβεται καταφεύγει εις τους σαράντα, αυτός που ευφραίνεται προς αυτούς σπεύδει. Ο ένας μεν διά να εύρη λύσιν εις τας δυσκολίας, ο άλλος δε διά να διαφύλαξη εις τον εαυτόν του τα πιο καλά αγαθά... τα αιτήματά σας ας γίνουν μαζί με τους μάρτυρας» (Μ. Βασ, Ομιλ. 5, εις τους αγ. τεσσαράκοντα . Η τιμή των αγίων τεσσαράκοντα, μας πληροφορεί ο Μ. Βασίλειος, είχε διαδοθεί σε πολλές περιοχές και οι άγιοι αυτοί «κοσμούν πολλάς πατρίδας» (Εις τους αγ. τεσσαρακ. .

 

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344-407) κάνει λόγο για «λιτανείες και παρακλήσεις ... εις τον ναόν όπου και τα λείψανα των αποστόλων», προκειμένου να αποφευχθούν τα δεινά της πόλης (Χρυσ, Προς τους καταλείψαντας την Εκκλ.). Η δύναμη των αγίων μαρτύρων, αναφέρει ο Χρυσόστομος, «καθημερινώς ζει και ενεργεί, εκδιώκει δαιμόνια, απομακρύνει τας ασθενείας, εμψυχώνει πόλεις ολοκλήρους και συναθροίζει εδώ πλήθος» (Περί απολαύσεως της των μελλόντων 2). Υπογραμμίζει ακόμη πως η τιμή των άγιων «θα μεταβιβασθεί οπωσδήποτε προς τον Δεσπότην» (Ότε πρεσβ. προεχ. 2. Πρβλ. Ματθ. ε' 16).

 

Τα ίδια αναφέρει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390): «Πρέπει να πανηγυρίζουμε όλους τους μάρτυρες...» (Λόγος κδ' 3-4, εις τον άγιο Κυπριανό), «τώρα οι μάρτυρες κάνουν να ανοίξει ο ουρανός...» (Λόγος μδ' 12, εις την Νέαν Κυριακ.). «Και τώρα εκείνος είναι στον ουρανόν και εκεί προσφέρει τις θυσίες του για εμάς» (Λόγος μγ' 80, εις Μ. Βασίλ.). «Παρακαλούμε να μας παρακολουθείς καλοδιάθετα από υψηλά και το λαό που είναι γύρω σου να τον κατευθύνεις στην τελειότητα...» (Λόγος κα' 37, Εις τον Μ. Αθαν.).

 

Έτσι η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε την πίστη της Ορθοδοξίας: «Τον μεν (Χριστόν) ως Θεόν και Δεσπότην, τους δε (αγίους) διά τον κοινόν Δεσπότην, ως αυτού γνησίους θεράποντος τιμώντες και σέβοντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες (Συνοδικόν της Ορθοδο-ξίας της Ζ' Οικ. Συνόδου).

5.ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΡΙΑΔΑ. Ο Θεός είναι τριαδικός

Από όσα είπαμε έως τώρα φαίνεται καθαρά, ότι ο Θεός, ως άπειρος και υπερτέλειος και αναλλοίωτος που είναι , είναι ένας, ένας και μόνος Θεός, διότι είναι αδύνατο να υπάρχουν δύο ή περισσότερα άπειρα και υπερτέλεια. Το ενιαίο, λοιπόν, της Θεότητας είναι βάση και αρχή όλων των περί Θεού αληθειών και διδαγμάτων. Κατά τη διδασκαλία όμως της Αγίας Γραφής και την πίστη της Αγίας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας ο ένας Θεός είναι τριαδικός, Αγία Τριάδα, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τούτο δεν σημαίνει ότι είναι τρεις Θεοί, αλλά ένας Θεός. Ένας Θεός με τρεις υποστάσεις. Ένας Θεός σε τρία πρόσωπα διακρινόμενος, και κάθε πρόσωπο, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, είναι ο όλος Θεός και όχι μέρος της μιας Θεότητας. Όλος Θεός ο Πατήρ, όλος Θεός ο Υιός, όλος Θεός το Άγιο Πνεύμα. «Μονάς κατά τήν ἑνιαίαν καί ἀδιαίρετον οὐσίαν αὐτοῦ. Τριάς δέ κατά τάς ὑποστάσεις τάς διακρινομένας ἀλλήλων… ἀχωρίστως ὅμως συνηνωμένας καί ἀδιαιρέτους οὔσας καί μίαν καί τάς τρεῖς ἐχούσας οὐσίαν τε καί ἐνέργειαν». Ο Θεός είναι Μονάδα, ένας κατά την ενιαία και αδιαίρετη ουσία του. Ο Θεός είναι Τριάδα, η Αγία Τριάδα, ως προς τα πρόσωπα και τις υποστάσεις, που διακρίνονται η μία από την άλλη, το ένα πρόσωπο από το άλλο. Αλλά πάλι και τα τρία πρόσωπα της Θεότητας είναι αχώριστα ενωμένα μεταξύ τους και αδιαίρετα και έχουν και τα τρία την ίδια, μία και την αυτή ουσία και φύση και ενέργεια. Την ίδια γνώμη έχουν και την ίδια απόφαση παίρνουν και στην ίδια ενέργεια και πράξη προβαίνουν και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Όπως ψάλλει και η αγία μας Εκκλησία: «Τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνοῦμεν θεαρχικάς, ἑνιαίας φύσεως, ἀπαράλλακτον μορφήν». Είναι λοιπόν Μονάδα σε Τριάδα και Τριάδα σε Μονάδα. Και Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός, Θεός και το Άγιο Πνεύμα. Παντοδύναμος ο Πατήρ, παντοδύναμος ο Υιός, παντοδύναμο και το Άγιο Πνεύμα. Σύμφωνα με αυτά έχουμε και λέμε τακτικά και τη σύντομη και τόσο περιεκτική προσευχή• «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς», ή και διαφορετικά• «Ἅγιος ὁ Θεός ὁ Πατήρ ὁ ἄναρχος, Ἅγιος Ἰσχυρός ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, Ἅγιος Ἀθάνατος τό Παράκλητον Πνεῦμα. Τριάς Ἅγία, δόξα Σοι». Και προσκυνούμε «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμούσιον καί ἀχώριστον».

 

Το δόγμα τούτο της Αγίας Τριάδας είναι «το κεφάλαιο της πίστεως», κατά το θεολόγο Γρηγόριο. Και έχουν μεν και τα τρία πρόσωπα τις ίδιες ιδιότητες και όλο τον ακένωτο πλούτο και θησαυρό της Θεότητας, όπως είπαμε προηγουμένως. Αλλά κάθε πρόσωπο έχει και το ιδιάζον ως διακριτικό σε Αυτό γνώρισμα υποστατικό ιδίωμα. Δηλαδή, ο Πατήρ είναι αγέννητος. Ο Υιός γεννητός. Το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό. Και τούτο θα πει, ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό από την ουσία του αϊδίως, αχρόνως και ανερμηνεύτως. Ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα και το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται διά του Υιού στον κόσμο. Και όλα τα έργα του Θεού, τα έργα της δημιουργίας, τα έργα της αναπλάσεως και αναδημιουργίας και σωτηρίας του ανθρώπου ενεργούνται και από τα τρία πρόσωπα της Θεότητας. Ο Πατήρ αποφασίζει, ο Υιός πραγματοποιεί και το Πνεύμα τελειοποιεί όλα τα έργα. Έτσι «ὁ Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τά πάντα ποιεῖ» (1). Έτσι η ενότητα της Αγίας Τριάδας εννοείται και «εἷς Θεός ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κηρύττεται», «ὁ ἐπί πάντων καί διά πάντων καί ἐν πᾶσιν»• «ἐπί πάντων μέν ὡς Πατήρ, ὡς ἀρχή καί πηγή (των έργων)• «διά πάντων» δέ διά τοῦ Λόγου• «ἐν πᾶσι» δέ ἐν τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ» (2).

 

Το ιερό και άγιο τούτο περί Τριαδικού Θεού δόγμα σε καμία άλλη μονοθεϊστική θρησκεία δεν υπάρχει παρά μόνο στο Χριστιανισμό, στον οποίο, όπως είπαμε, είναι το θεμέλιο και η βάση και η πηγή όλων των απορρήτων της αγιότατης Πίστης αληθειών και δογμάτων. Και βέβαια η αλήθεια του Τριαδικού Θεού υπονοείται στην Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα στα χωρία που αναφέρονται στη δημιουργία του ανθρώπου, την πτώση και τη σύγχυση των γλωσσών στην περίπτωση του πύργου της Βαβέλ. Εκεί παρουσιάζεται ο Θεός μιλώντας στον πληθυντικό και σαν να έχει διάλογο με άλλα πρόσωπα. Λέει π. χ. «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν…». — «Ἰδού Ἀδάμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν». — «Δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλῶσσαν». Αυτά τα χωρία, καθώς και άλλα, ο τρισάγιος ύμνος του προφήτη Ησαΐα, όπου τρεις φορές επαναλαμβάνεται το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαββαώθ», υπονοούν βέβαια το τριαδικό της Θεότητας. Ήταν όμως αδύνατο να το συλλάβει τούτο η ανθρώπινη διάνοια και σκέψη, αν το μεγάλο φως της θείας Αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης δεν ερχόταν να διαλευκάνει το μεγάλο θέμα και να μιλήσει σαφώς περί Αγίας Τριάδας. Έτσι ο Κύριος, όταν μετά την Ανάστασή του αποστέλλει τους Αποστόλους στο κήρυγμα, τους δίνει την παραγγελία να βαπτίζουν όσους πιστεύουν «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 19). Ο απόστολος Παύλος εύχεται να είναι μαζί με τους Χριστιανούς «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Β΄ Κορινθ. ιγ΄ 13). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης βεβαιώνει, ότι «τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ Ἃγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι» (Α΄ Ιωάν. ε΄ 7). Και πολλές άλλες μαρτυρίες περί της τριαδικής Θεότητας, δηλαδή περί της Αγίας Τριάδας, υπάρχουν στα θεόπνευστα ιερά βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία ο ευλαβής αναγνώστης τα βρίσκει, όταν τη μελετά με προσοχή, και τα εννοεί με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, όταν με πίστη τον ζητεί.

 

Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο τούτο περί Αγίας Τριάδας καταχωρούμε εδώ το θαυμάσιο Δοξαστικό της Πεντηκοστής, το οποίο είναι θεολογικότατο και το οποίο σε λίγες γραμμές περικλείει όλο το άρρητο και ανέκφραστο δόγμα περί του Τριαδικού Θεού.

 

«Δεῦτε, λαοί, τήν τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν, Υἱόν ἐν τῷ Πατρί σύν Ἁγίῳ Πνεύματι• Πατήρ γάρ ἀχρόνως ἐγέννησεν Υἱόν συναΐδον καί σύνθρονον, καί Πνεῦμα Ἅγιον ἦν ἐν τῷ Πατρί σύν Υἱῷ δοξαζόμενον. Μία δύναμις, μία οὐσία, μία θεότης, ἥν προσκυνοῦντες πάντες λέγομεν• Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ τά πάντα δημιουργήσας δι’ Υἱοῦ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἅγιος Ἰσχυρός, δι’ οὗ τόν Πατέρα ἐγνώκαμεν καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐπεδήμηδεν ἐν κόσμῳ• Ἅγιος Ἀθάνατος, τό Παράκλητον Πνεῦμα, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον. Τριάς Ἁγία, δόξα σοι».

 

ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΙΟ ΒΑΣΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΗ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ.

 

ΠΑΝΤΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ.